διεισδύω: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort

Menander, Monostichoi, 550
(9)
 
m (LSJ2 replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=διεισδύω
|Medium diacritics=διεισδύω
|Low diacritics=διεισδύω
|Capitals=ΔΙΕΙΣΔΥΩ
|Transliteration A=dieisdýō
|Transliteration B=dieisdyō
|Transliteration C=dieisdyo
|Beta Code=dieisdu/w
|Definition=v. [[διεισδύνω]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[διεισδύω]] και [[διεισδύνω]]) [[εισδύω]]<br />[[εισχωρώ]], χώνομαι [[μέσα]] σε [[κάτι]] διαπερνώντας το<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κρύβομαι, [[τρυπώνω]]<br /><b>2.</b> [[εμβαθύνω]].
|mltxt=(Α [[διεισδύω]] και [[διεισδύνω]]) [[εισδύω]]<br />[[εισχωρώ]], χώνομαι [[μέσα]] σε [[κάτι]] διαπερνώντας το<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κρύβομαι, [[τρυπώνω]]<br /><b>2.</b> [[εμβαθύνω]].
}}
}}

Latest revision as of 10:35, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεισδύω Medium diacritics: διεισδύω Low diacritics: διεισδύω Capitals: ΔΙΕΙΣΔΥΩ
Transliteration A: dieisdýō Transliteration B: dieisdyō Transliteration C: dieisdyo Beta Code: dieisdu/w

English (LSJ)

v. διεισδύνω.

Greek Monolingual

διεισδύω και διεισδύνω) εισδύω
εισχωρώ, χώνομαι μέσα σε κάτι διαπερνώντας το
νεοελλ.
1. κρύβομαι, τρυπώνω
2. εμβαθύνω.