διφώ: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(9)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=διφῶ (-άω και -έω) (Α)<br />[[ερευνώ]], [[αναζητώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για εκφραστικό (θαμιστικό-επιτατικό) μεταρρηματικό παράγωγο σε -<i>άω</i>. Εμφανίζεται ως β' συνθετικό λέξεων με τη [[μορφή]] -<i>δίφης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αστροδίφης]], [[ιστοριοδίφης]], [[φυσιοδίφης]] <b>κ.ά.</b>)]
|mltxt=διφῶ (-άω και -έω) (Α)<br />[[ερευνώ]], [[αναζητώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για εκφραστικό (θαμιστικό-επιτατικό) μεταρρηματικό παράγωγο σε -<i>άω</i>. Εμφανίζεται ως β' συνθετικό λέξεων με τη [[μορφή]] -<i>δίφης</i> ([[πρβλ]]. [[αστροδίφης]], [[ιστοριοδίφης]], [[φυσιοδίφης]] <b>κ.ά.</b>)]
}}
}}

Latest revision as of 08:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

διφῶ (-άω και -έω) (Α)
ερευνώ, αναζητώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για εκφραστικό (θαμιστικό-επιτατικό) μεταρρηματικό παράγωγο σε -άω. Εμφανίζεται ως β' συνθετικό λέξεων με τη μορφή -δίφης (πρβλ. αστροδίφης, ιστοριοδίφης, φυσιοδίφης κ.ά.)]