δυσκληρία: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(10)
m (pape replacement)
 
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσκληρία]], η (Μ)<br /><b>1.</b> [[κακοτυχία]], [[δυστυχία]]<br /><b>2.</b> [[σκληρότητα]].
|mltxt=[[δυσκληρία]], η (Μ)<br /><b>1.</b> [[κακοτυχία]], [[δυστυχία]]<br /><b>2.</b> [[σκληρότητα]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[unglückliches]] Los, [[Unglück]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 16:53, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

δυσκληρία: ἡ, κακοτυχία, δυστυχία, Βασίλ. 3, 316, Γρ. Νύσσ. 3, 1081 (Migne).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
infortunio, desgracia τοῦ βίου δυσκληρίαι Basil.M.31.316B, δ. ψυχῆς Gr.Nyss.Eun.2.617., ἐχέτω παραψυχὴν τῆς ἑαυτῆς δυσκληρίας Iust.Nou.22.22, cf. Chrys.M.54.644, Thdt.Affect.6.2, Ep.Sirm.14.

Greek Monolingual

δυσκληρία, η (Μ)
1. κακοτυχία, δυστυχία
2. σκληρότητα.

German (Pape)

ἡ, unglückliches Los, Unglück, Sp.