έβγα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(10)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ ἔβγα)<br /><b>1.</b> [[έξοδος]] («στο [[έβγα]] του λιμανιού», «στο [[έβγα]] της σπηλιάς»)<br /><b>2.</b> [[λήξη]], [[τέλος]] («στο [[έβγα]] του χειμώνα»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[εμπόριο]]) εξαγωγές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὸ ἔβγα τοῡ ἡλίου» — η [[ανατολή]].
|mltxt=το (Μ ἔβγα)<br /><b>1.</b> [[έξοδος]] («στο [[έβγα]] του λιμανιού», «στο [[έβγα]] της σπηλιάς»)<br /><b>2.</b> [[λήξη]], [[τέλος]] («στο [[έβγα]] του χειμώνα»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[εμπόριο]]) εξαγωγές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὸ ἔβγα τοῦ ἡλίου» — η [[ανατολή]].
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 15 February 2019

Greek Monolingual

το (Μ ἔβγα)
1. έξοδος («στο έβγα του λιμανιού», «στο έβγα της σπηλιάς»)
2. λήξη, τέλος («στο έβγα του χειμώνα»)
μσν.
1. (για εμπόριο) εξαγωγές
2. φρ. «τὸ ἔβγα τοῦ ἡλίου» — η ανατολή.