έγχος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
(10)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔγχος]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[λόγχη]], [[ακόντιο]]<br /><b>2.</b> όπλο, [[ξίφος]]<br /><b>3.</b> στρατιωτική [[δύναμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για παράγωγο ενός ρηματικού θέματος (<b>[[πρβλ]].</b> [[βέλος]]) ή για [[δάνειο]]. Η [[λέξη]] [[είναι]] αρχαϊκή και απαντά [[ευρέως]] στην [[Ιλιάδα]], [[αλλά]] αργότερα αντικαταστάθηκε [[κυρίως]] από τη λ. [[δόρυ]]].
|mltxt=[[ἔγχος]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[λόγχη]], [[ακόντιο]]<br /><b>2.</b> όπλο, [[ξίφος]]<br /><b>3.</b> στρατιωτική [[δύναμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για παράγωγο ενός ρηματικού θέματος (<b>πρβλ.</b> [[βέλος]]) ή για [[δάνειο]]. Η [[λέξη]] [[είναι]] αρχαϊκή και απαντά [[ευρέως]] στην [[Ιλιάδα]], [[αλλά]] αργότερα αντικαταστάθηκε [[κυρίως]] από τη λ. [[δόρυ]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἔγχος, το (Α)
1. λόγχη, ακόντιο
2. όπλο, ξίφος
3. στρατιωτική δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για παράγωγο ενός ρηματικού θέματος (πρβλ. βέλος) ή για δάνειο. Η λέξη είναι αρχαϊκή και απαντά ευρέως στην Ιλιάδα, αλλά αργότερα αντικαταστάθηκε κυρίως από τη λ. δόρυ].