ἐκριζωτής: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
(11)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekrizotis
|Transliteration C=ekrizotis
|Beta Code=e)krizwth/s
|Beta Code=e)krizwth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">rooter out, destroyer</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ma.</span>3.5</span>.</span>
|Definition=ἐκριζωτοῦ, ὁ, [[rooter out]], [[destroyer]], [[LXX]] ''4 Ma.''3.5.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[el que arranca de raíz]], [[destructor]] οὐ γὰρ ἐ. τῶν παθῶν ὁ λογισμός ἐστιν, ἀλλὰ [[ἀνταγωνιστής]] [[LXX]] 4<i>Ma</i>.3.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκριζωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐκριζώνων, [[καταστροφεύς]], Ἰωσήπ. Μακκ. 3, 5.
|lstext='''ἐκριζωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐκριζώνων, [[καταστροφεύς]], Ἰωσήπ. Μακκ. 3, 5.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[el que arranca de raíz]], [[destructor]] οὐ γὰρ ἐ. τῶν παθῶν ὁ λογισμός ἐστιν, ἀλλὰ [[ἀνταγωνιστής]] LXX 4<i>Ma</i>.3.5.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐκριζωτής]])<br />αυτός που ξεριζώνει ή καταστρέφει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />όργανο για την [[εκρίζωση]].
|mltxt=ο (AM [[ἐκριζωτής]])<br />αυτός που ξεριζώνει ή καταστρέφει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />όργανο για την [[εκρίζωση]].
}}
}}

Latest revision as of 11:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκρῑζωτής Medium diacritics: ἐκριζωτής Low diacritics: εκριζωτής Capitals: ΕΚΡΙΖΩΤΗΣ
Transliteration A: ekrizōtḗs Transliteration B: ekrizōtēs Transliteration C: ekrizotis Beta Code: e)krizwth/s

English (LSJ)

ἐκριζωτοῦ, ὁ, rooter out, destroyer, LXX 4 Ma.3.5.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
el que arranca de raíz, destructor οὐ γὰρ ἐ. τῶν παθῶν ὁ λογισμός ἐστιν, ἀλλὰ ἀνταγωνιστής LXX 4Ma.3.5.

German (Pape)

[Seite 778] ὁ, Auswurzler, Vertilger, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκριζωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐκριζώνων, καταστροφεύς, Ἰωσήπ. Μακκ. 3, 5.

Greek Monolingual

ο (AM ἐκριζωτής)
αυτός που ξεριζώνει ή καταστρέφει κάτι
νεοελλ.
όργανο για την εκρίζωση.