ενδεκασύλλαβος: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(11)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM ἑνδεκασύλλαβον) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[ένδεκα]] συλλαβές («[[ενδεκασύλλαβος]] [[στίχος]]»)<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως. ουσ.) <i>ο [[ενδεκασύλλαβος]]<br />ο [[ενδεκασύλλαβος]] [[στίχος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑνδεκασύλλαβον</i><br />ο [[ενδεκασύλλαβος]] [[στίχος]].
|mltxt=-η, -ο (AM ἑνδεκασύλλαβον) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[ένδεκα]] συλλαβές («[[ενδεκασύλλαβος]] [[στίχος]]»)<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως. ουσ.) ο [[ενδεκασύλλαβος]]<br />ο [[ενδεκασύλλαβος]] [[στίχος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑνδεκασύλλαβον</i><br />ο [[ενδεκασύλλαβος]] [[στίχος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑνδεκασύλλαβον) νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από ένδεκα συλλαβές («ενδεκασύλλαβος στίχος»)
2. (το αρσ. ως. ουσ.) ο ενδεκασύλλαβος
ο ενδεκασύλλαβος στίχος
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑνδεκασύλλαβον
ο ενδεκασύλλαβος στίχος.