ένυδρος: Difference between revisions

From LSJ

σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
(12)
 
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔνυδρος]], -ον)<br />[[υδρόβιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> [[κάθε]] [[ουσία]] που τα μόριά της περιέχουν [[νερό]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, <i>η [[ἔνυδρος]]<br />υδρόβιο θηλαστικό, κν. βίδρα, [[ένυδρις]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[νερό]]<br /><b>2.</b> (για [[χώρα]]) αντίθετο του [[άνυδρος]] ή [[άυδρος]], αυτή που έχει [[αφθονία]] νερών<br /><b>3.</b> (αντίθ. του [[χερσαίος]]) [[θαλάσσιος]]<br /><b>4.</b> [[υδάτινος]]<br /><b>5.</b> (για [[έδαφος]]) ο βουλιαγμένος, βυθισμένος στο [[νερό]]<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔνυδρον</i><br />η [[αφθονία]] νερών.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔνυδρος]], -ον)<br />[[υδρόβιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> [[κάθε]] [[ουσία]] που τα μόριά της περιέχουν [[νερό]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, η [[ἔνυδρος]]<br />υδρόβιο θηλαστικό, κν. βίδρα, [[ένυδρις]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[νερό]]<br /><b>2.</b> (για [[χώρα]]) αντίθετο του [[άνυδρος]] ή [[άυδρος]], αυτή που έχει [[αφθονία]] νερών<br /><b>3.</b> (αντίθ. του [[χερσαίος]]) [[θαλάσσιος]]<br /><b>4.</b> [[υδάτινος]]<br /><b>5.</b> (για [[έδαφος]]) ο βουλιαγμένος, βυθισμένος στο [[νερό]]<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔνυδρον</i><br />η [[αφθονία]] νερών.
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔνυδρος, -ον)
υδρόβιος
νεοελλ.
χημ. κάθε ουσία που τα μόριά της περιέχουν νερό
μσν.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η ἔνυδρος
υδρόβιο θηλαστικό, κν. βίδρα, ένυδρις
αρχ.
1. αυτός που περιέχει νερό
2. (για χώρα) αντίθετο του άνυδρος ή άυδρος, αυτή που έχει αφθονία νερών
3. (αντίθ. του χερσαίος) θαλάσσιος
4. υδάτινος
5. (για έδαφος) ο βουλιαγμένος, βυθισμένος στο νερό
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔνυδρον
η αφθονία νερών.