επίπλωση: Difference between revisions
From LSJ
(13) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[εφοδιασμός]] ενός χώρου (δωματίου, σπιτιού, γραφείου <b>κ.λπ.</b>) με έπιπλα<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών επίπλων ενός οικήματος και ο [[τρόπος]] τοποθετήσεώς τους<br />(«πλούσια, καλλιτεχνική [[επίπλωση]]» <b>κ.λπ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου ( | |mltxt=η<br /><b>1.</b> [[εφοδιασμός]] ενός χώρου (δωματίου, σπιτιού, γραφείου <b>κ.λπ.</b>) με έπιπλα<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών επίπλων ενός οικήματος και ο [[τρόπος]] τοποθετήσεώς τους<br />(«πλούσια, καλλιτεχνική [[επίπλωση]]» <b>κ.λπ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>ameublement</i>). Η λ. στον λόγιο τ. <i>επίπλωσις</i> μαρτυρείται από το 1883 στον Στέφ. Κουμανούδη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:47, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
1. εφοδιασμός ενός χώρου (δωματίου, σπιτιού, γραφείου κ.λπ.) με έπιπλα
2. το σύνολο τών επίπλων ενός οικήματος και ο τρόπος τοποθετήσεώς τους
(«πλούσια, καλλιτεχνική επίπλωση» κ.λπ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. ameublement). Η λ. στον λόγιο τ. επίπλωσις μαρτυρείται από το 1883 στον Στέφ. Κουμανούδη].