επισκεπτήριο: Difference between revisions
From LSJ
(13) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b>1.</b> μικρό ορθογώνιο [[κομμάτι]] σκληρού χαρτιού όπου [[είναι]] γραμμένο το όνομα, η [[διεύθυνση]] και οι τίτλοι [[αυτού]] που το δίνει ή το στέλνει (γράφοντας κάποιο σύντομο [[μήνυμα]], [[πρόσκληση]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο επιτρέπονται επισκέψεις σε στρατώνες, φυλακές, νοσοκομεία κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επι</i>-<i>σκέπτ</i>-<i>ομαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριον</i> ( | |mltxt=το<br /><b>1.</b> μικρό ορθογώνιο [[κομμάτι]] σκληρού χαρτιού όπου [[είναι]] γραμμένο το όνομα, η [[διεύθυνση]] και οι τίτλοι [[αυτού]] που το δίνει ή το στέλνει (γράφοντας κάποιο σύντομο [[μήνυμα]], [[πρόσκληση]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο επιτρέπονται επισκέψεις σε στρατώνες, φυλακές, νοσοκομεία κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επι</i>-<i>σκέπτ</i>-<i>ομαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριον</i> ([[πρβλ]]. [[εργαστήριον]], [[σπουδαστήριον]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στην [[εφημερίδα]] <i>Αμάλθεια Σμύρνης</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
το
1. μικρό ορθογώνιο κομμάτι σκληρού χαρτιού όπου είναι γραμμένο το όνομα, η διεύθυνση και οι τίτλοι αυτού που το δίνει ή το στέλνει (γράφοντας κάποιο σύντομο μήνυμα, πρόσκληση κ.λπ.)
2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο επιτρέπονται επισκέψεις σε στρατώνες, φυλακές, νοσοκομεία κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επι-σκέπτ-ομαι + επίθημα -τήριον (πρβλ. εργαστήριον, σπουδαστήριον). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στην εφημερίδα Αμάλθεια Σμύρνης].