επιστρεπτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
(13)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιστρεπτικός]], -ή, -όν (AM) [[επιστρέφω]]<br />αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να επιστρέψει, να αλλάξει [[κατεύθυνση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιστρεπτικόν</i><br />[[αλλαγή]] κατεύθυνσης, [[επιστροφή]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που συντελεί ώστε να μετανοήσει [[κάποιος]] («[[ἔνθα]] μὲν [[φίλος]] ἐλέγχει, ἐκεῑ [[πάντως]] καὶ ἡδὺς ὁ [[ἔλεγχος]] καί... [[ἐπιστρεπτικός]]», <b>Ευστ.</b>).
|mltxt=[[ἐπιστρεπτικός]], -ή, -όν (AM) [[επιστρέφω]]<br />αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να επιστρέψει, να αλλάξει [[κατεύθυνση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιστρεπτικόν</i><br />[[αλλαγή]] κατεύθυνσης, [[επιστροφή]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που συντελεί ώστε να μετανοήσει [[κάποιος]] («[[ἔνθα]] μὲν [[φίλος]] ἐλέγχει, ἐκεῖ [[πάντως]] καὶ ἡδὺς ὁ [[ἔλεγχος]] καί... [[ἐπιστρεπτικός]]», <b>Ευστ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 09:28, 13 October 2022

Greek Monolingual

ἐπιστρεπτικός, -ή, -όν (AM) επιστρέφω
αυτός που έχει τη δύναμη να επιστρέψει, να αλλάξει κατεύθυνση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιστρεπτικόν
αλλαγή κατεύθυνσης, επιστροφή
μσν.
αυτός που συντελεί ώστε να μετανοήσει κάποιοςἔνθα μὲν φίλος ἐλέγχει, ἐκεῖ πάντως καὶ ἡδὺς ὁ ἔλεγχος καί... ἐπιστρεπτικός», Ευστ.).