εποικώ: Difference between revisions
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
(14) |
m (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἐποικῶ, -έω)<br />εγκαθίσταμαι ως [[έποικος]] σε κατοικημένο [[τόπο]] («Κυκλάδες ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εγκαθίσταμαι [[κάπου]] με εχθρικές διαθέσεις ( | |mltxt=(AM ἐποικῶ, -έω)<br />εγκαθίσταμαι ως [[έποικος]] σε κατοικημένο [[τόπο]] («Κυκλάδες ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εγκαθίσταμαι [[κάπου]] με εχθρικές διαθέσεις («ἐποικοῦν | ||
τες ὑμῖν [[αἰεί]] τε ἐπιβουλεύουσι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπικοῦμαι</i><br />(για [[χώρα]]) κατέχομαι από εχθρό και [[χρησιμεύω]] ως [[ορμητήριο]] πολεμικών επιχειρήσεων («ἡ [[Δεκέλεια]]... τῇ χώρᾳ ἐπῳκείτο», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έποικος]]<br /><b>βλ.</b> [[εποικίζω]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:45, 28 March 2021
Greek Monolingual
(AM ἐποικῶ, -έω)
εγκαθίσταμαι ως έποικος σε κατοικημένο τόπο («Κυκλάδες ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις», Ευρ.)
αρχ.
1. εγκαθίσταμαι κάπου με εχθρικές διαθέσεις («ἐποικοῦν
τες ὑμῖν αἰεί τε ἐπιβουλεύουσι», Θουκ.)
2. παθ. ἐπικοῦμαι
(για χώρα) κατέχομαι από εχθρό και χρησιμεύω ως ορμητήριο πολεμικών επιχειρήσεων («ἡ Δεκέλεια... τῇ χώρᾳ ἐπῳκείτο», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έποικος
βλ. εποικίζω].