εποικίζω

From LSJ

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source

Greek Monolingual

(AM ἐποικίζω) έποικος
1. εγκαθιστώ εποίκους σε ήδη κατοικημένο τόπο
νεοελλ.
εγκαθιστώ πρόσφυγες ή ακτήμονες σε δημόσιες ή απαλλοτριωμένες εκτάσεις
αρχ.
1. τειχίζω («πόλιν ἐποικίσαι Λακεδαιμονίοις»)
2. καλλιεργώ («ἔδωκεν κῆπον ἐποικίσαι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το ουσ. έποικος σχηματίστηκαν στην Αρχαία δύο παράγωγα ρήματα, τα εποικώ και εποικίζω, που διαφέρουν σημασιοσυντακτικώς κατά το ότι το ρ. εποικίζω έχει μεταβατική και μάλιστα «μεταβιβαστική» ή «επιτελεστική» σημασία (εποικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει κάπου, τον εγκαθιστώ ως έποικο), ενώ το εποικώ έχει αμετάβατη σημασία (εποικώ = εγκαθίσταμαι ως έποικος). Αντίστοιχη ήταν η σημασιοσυντακτική διαφορά μεταξύ των ρ. αποικώ και αποικίζω, τα οποία αρχικώς φαίνεται πως διέφεραν σημασιολογικώς από τα εποικώ-εποικίζω στο ότι δήλωναν «μόνιμη εγκατάσταση» στην ξένη έναντι της «προσωρινής εγκαταστάσεως» που δήλωναν κυρίως τα εποικώ-εποικίζω].