εσνάφι: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[σινάφι]], [[συντεχνία]], [[σωματείο]] επαγγελματιών<br /><b>2.</b> [[ομάδα]] ανθρώπων που έχουν τα [[ίδια]] γενικά χαρακτηριστικά (τις ίδιες έξεις, ιδέες, αρχές <b>κ.λπ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>esnaf</i> «[[χειροτέχνης]]». Αντί του [[εσνάφι]] χρησιμοποιείται περισσότερο ο τ. [[σινάφι]] —γραφόμενος και ως [[συνάφι]]— που προήλθε με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος <i>ε</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ερωτώ]] &GT; [[ρωτώ]]) και [[ανάπτυξη]] του φωνήεντος / i / ( <i>σνάφι</i> &GT; [[σινάφι]]) —πιθ. με παρετυμολογική [[επίδραση]] του [[συναφής]] ή άλλων συνθέτων του <i>συν</i>-, [[οπότε]] θα εδικαιολογείτο και η [[γραφή]] [[συνάφι]]].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[σινάφι]], [[συντεχνία]], [[σωματείο]] επαγγελματιών<br /><b>2.</b> [[ομάδα]] ανθρώπων που έχουν τα [[ίδια]] γενικά χαρακτηριστικά (τις ίδιες έξεις, ιδέες, αρχές <b>κ.λπ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>esnaf</i> «[[χειροτέχνης]]». Αντί του [[εσνάφι]] χρησιμοποιείται περισσότερο ο τ. [[σινάφι]] —γραφόμενος και ως [[συνάφι]]— που προήλθε με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος <i>ε</i>- ([[πρβλ]]. [[ερωτώ]] > [[ρωτώ]]) και [[ανάπτυξη]] του φωνήεντος / i / ( <i>σνάφι</i> > [[σινάφι]]) —πιθ. με παρετυμολογική [[επίδραση]] του [[συναφής]] ή άλλων συνθέτων του <i>συν</i>-, [[οπότε]] θα εδικαιολογείτο και η [[γραφή]] [[συνάφι]]].
}}
}}

Latest revision as of 08:49, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
1. σινάφι, συντεχνία, σωματείο επαγγελματιών
2. ομάδα ανθρώπων που έχουν τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά (τις ίδιες έξεις, ιδέες, αρχές κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. esnaf «χειροτέχνης». Αντί του εσνάφι χρησιμοποιείται περισσότερο ο τ. σινάφι —γραφόμενος και ως συνάφι— που προήλθε με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος ε- (πρβλ. ερωτώ > ρωτώ) και ανάπτυξη του φωνήεντος / i / ( σνάφι > σινάφι) —πιθ. με παρετυμολογική επίδραση του συναφής ή άλλων συνθέτων του συν-, οπότε θα εδικαιολογείτο και η γραφή συνάφι].