οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
και συνάφι, το
1. σωματείο, συντεχνία
2. κοινωνική τάξη, κοινωνική ομάδα («αυτός δεν είναι του σιναφιού μας»)
3. παρέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εσνάφι < τουρκ. esnaf (βλ. λ. εσνάφι), ενώ ο τ. συνάφι με παρετυμολ. επίδραση του συναφής.