εσχατιά: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(14)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α ἐσχατιὰ και ιων. ἐσχατιή) [[έσχατος]]<br />το έσχατο [[μέρος]] ή [[σημείο]] μιας έκτασης, το τελευταίο όριο, το [[τέρμα]], το ακραίο [[σημείο]] («εις την εσχατιάν του χωρίου, εις τα Λιβάδια», Παπαδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το ακραίο, το υψιστο [[σημείο]] («ὄλβου πρὸς ἐσχατιαῑς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> τα όρια, τα [[σύνορα]] μιας χώρας («ἐσχατιῇ Γόρτυνος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (στην Αττική) [[κτήμα]] που βρίσκεται [[κοντά]] στη [[θάλασσα]] ή στις υπώρειες όρους<br /><b>4.</b> απόκεντρο [[μέρος]], [[ησυχαστήριο]]<br /><b>5.</b> η [[κατάσταση]] της έσχατης ταπεινότητας («τὴν ἀνθρωπίνην ἐσχατιὰν ἐξ ἧς ἀρρήτως ὁ ἁπλοῡς Ἰησοῡς συνετέθη», Διον. Αρ.)<br /><b>6.</b> (στη δοτ. εν.) <i>ἐσχατιῇ</i><br />στο κατώτατο [[μέρος]] (της επικήδειου πυράς)<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> α) <i>ἐσχατιαί</i><br />δύσεις<br />β) (στη δοτ.) <i>ἐσχατιαῑς</i><br />([[αντί]] ἐν ἐσχατιαῑς) στα [[γύρω]] απομακρυσμένα μέρη<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπ' ἐσχατιῇ» ή «ἐσχατιῆς» — στην [[άκρη]] ή στην [[ακτή]] («ἐπ' ἐσχατιῇ λιμένος» — το τελευταίο [[σημείο]] του λιμανιού [[μετά]] το οποίο αρχίζει η [[θάλασσα]])<br />β) «ἐσχατιῇ πολέμου» — τα πιο απομακρυσμένα μέρη του πεδίου της μάχης<br />γ) «αἱ ἐσχατιαὶ τῆς οἰκουμένης» — τα πέρατα του κόσμου<br />δ) (για χρόνο) «ἀν' ἐσχατιάν» — επιτέλους.
|mltxt=η (Α ἐσχατιὰ και ιων. ἐσχατιή) [[έσχατος]]<br />το έσχατο [[μέρος]] ή [[σημείο]] μιας έκτασης, το τελευταίο όριο, το [[τέρμα]], το ακραίο [[σημείο]] («εις την εσχατιάν του χωρίου, εις τα Λιβάδια», Παπαδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το ακραίο, το υψιστο [[σημείο]] («ὄλβου πρὸς ἐσχατιαῑς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> τα όρια, τα [[σύνορα]] μιας χώρας («ἐσχατιῇ Γόρτυνος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (στην Αττική) [[κτήμα]] που βρίσκεται [[κοντά]] στη [[θάλασσα]] ή στις υπώρειες όρους<br /><b>4.</b> απόκεντρο [[μέρος]], [[ησυχαστήριο]]<br /><b>5.</b> η [[κατάσταση]] της έσχατης ταπεινότητας («τὴν ἀνθρωπίνην ἐσχατιὰν ἐξ ἧς ἀρρήτως ὁ ἁπλοῦς Ἰησοῦς συνετέθη», Διον. Αρ.)<br /><b>6.</b> (στη δοτ. εν.) <i>ἐσχατιῇ</i><br />στο κατώτατο [[μέρος]] (της επικήδειου πυράς)<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> α) <i>ἐσχατιαί</i><br />δύσεις<br />β) (στη δοτ.) <i>ἐσχατιαῖς</i><br />([[αντί]] ἐν ἐσχατιαῖς) στα [[γύρω]] απομακρυσμένα μέρη<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπ' ἐσχατιῇ» ή «ἐσχατιῆς» — στην [[άκρη]] ή στην [[ακτή]] («ἐπ' ἐσχατιῇ λιμένος» — το τελευταίο [[σημείο]] του λιμανιού [[μετά]] το οποίο αρχίζει η [[θάλασσα]])<br />β) «ἐσχατιῇ πολέμου» — τα πιο απομακρυσμένα μέρη του πεδίου της μάχης<br />γ) «αἱ ἐσχατιαὶ τῆς οἰκουμένης» — τα πέρατα του κόσμου<br />δ) (για χρόνο) «ἀν' ἐσχατιάν» — επιτέλους.
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Greek Monolingual

η (Α ἐσχατιὰ και ιων. ἐσχατιή) έσχατος
το έσχατο μέρος ή σημείο μιας έκτασης, το τελευταίο όριο, το τέρμα, το ακραίο σημείο («εις την εσχατιάν του χωρίου, εις τα Λιβάδια», Παπαδ.)
αρχ.
1. το ακραίο, το υψιστο σημείο («ὄλβου πρὸς ἐσχατιαῑς», Πίνδ.)
2. τα όρια, τα σύνορα μιας χώρας («ἐσχατιῇ Γόρτυνος», Ομ. Οδ.)
3. (στην Αττική) κτήμα που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα ή στις υπώρειες όρους
4. απόκεντρο μέρος, ησυχαστήριο
5. η κατάσταση της έσχατης ταπεινότητας («τὴν ἀνθρωπίνην ἐσχατιὰν ἐξ ἧς ἀρρήτως ὁ ἁπλοῦς Ἰησοῦς συνετέθη», Διον. Αρ.)
6. (στη δοτ. εν.) ἐσχατιῇ
στο κατώτατο μέρος (της επικήδειου πυράς)
7. στον πληθ. α) ἐσχατιαί
δύσεις
β) (στη δοτ.) ἐσχατιαῖς
(αντί ἐν ἐσχατιαῖς) στα γύρω απομακρυσμένα μέρη
8. φρ. α) «ἐπ' ἐσχατιῇ» ή «ἐσχατιῆς» — στην άκρη ή στην ακτή («ἐπ' ἐσχατιῇ λιμένος» — το τελευταίο σημείο του λιμανιού μετά το οποίο αρχίζει η θάλασσα)
β) «ἐσχατιῇ πολέμου» — τα πιο απομακρυσμένα μέρη του πεδίου της μάχης
γ) «αἱ ἐσχατιαὶ τῆς οἰκουμένης» — τα πέρατα του κόσμου
δ) (για χρόνο) «ἀν' ἐσχατιάν» — επιτέλους.