ετώσιος: Difference between revisions

From LSJ

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
(14)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐτώσιος]], -ον (Α)<br />(επικ. επίθ.)<br /><b>1.</b> [[μάταιος]], [[άσκοπος]] («[[βέλος]] ὠκὺ ἐτώσιον [[ἔκφυγε]] χειρός», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανωφελής]], [[άχρηστος]], [[περιττός]] («σὺ δ' ἐτώσια πόλλ' ἀγορεύσεις», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει φθάσει εις [[πέρας]], [[ανεκτέλεστος]], [[ατέλειωτος]] («τὸ δ' [[ἔργον]] ἐτώσιον [[αὖθι]] λίποιεν», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ψεύτικος]], [[προσποιητός]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) α) <i>ἐτώσιον</i><br />[[μάταια]], ανώφελα, τοῡ [[κάκου]]<br />β) (και στον πληθ.) <i>ἐτώσια</i><br />άσκοπα («ἐτώσια γηράσκοντας», Απολλ. Ρόδ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐτωσίως</i><br />[[μάταια]], άσκοπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ετός]]].
|mltxt=[[ἐτώσιος]], -ον (Α)<br />(επικ. επίθ.)<br /><b>1.</b> [[μάταιος]], [[άσκοπος]] («[[βέλος]] ὠκὺ ἐτώσιον [[ἔκφυγε]] χειρός», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανωφελής]], [[άχρηστος]], [[περιττός]] («σὺ δ' ἐτώσια πόλλ' ἀγορεύσεις», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει φθάσει εις [[πέρας]], [[ανεκτέλεστος]], [[ατέλειωτος]] («τὸ δ' [[ἔργον]] ἐτώσιον [[αὖθι]] λίποιεν», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ψεύτικος]], [[προσποιητός]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) α) <i>ἐτώσιον</i><br />[[μάταια]], ανώφελα, τοῦ [[κάκου]]<br />β) (και στον πληθ.) <i>ἐτώσια</i><br />άσκοπα («ἐτώσια γηράσκοντας», Απολλ. Ρόδ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐτωσίως</i><br />[[μάταια]], άσκοπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ετός]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 15 February 2019

Greek Monolingual

ἐτώσιος, -ον (Α)
(επικ. επίθ.)
1. μάταιος, άσκοποςβέλος ὠκὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρός», Ομ. Ιλ.)
2. ανωφελής, άχρηστος, περιττός («σὺ δ' ἐτώσια πόλλ' ἀγορεύσεις», Ησίοδ.)
3. αυτός που δεν έχει φθάσει εις πέρας, ανεκτέλεστος, ατέλειωτος («τὸ δ' ἔργον ἐτώσιον αὖθι λίποιεν», Ησίοδ.)
4. ψεύτικος, προσποιητός
5. (το ουδ. ως επίρρ.) α) ἐτώσιον
μάταια, ανώφελα, τοῦ κάκου
β) (και στον πληθ.) ἐτώσια
άσκοπα («ἐτώσια γηράσκοντας», Απολλ. Ρόδ.).
επίρρ...
ἐτωσίως
μάταια, άσκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ετός].