ετοιμόρροπος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(14)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἑτοιμόρροπος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[κλίση]] [[προς]] τα [[κάτω]] και [[είναι]] [[έτοιμος]] να πέσει («ετοιμόρροπο [[κτήριο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) ο [[έτοιμος]] να χρεωκοπήσει ή να διαλυθεί («ετοιμόρροπο [[κράτος]], ετοιμόρροπη [[επιχείρηση]]»)<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) ο [[ετοιμοθάνατος]], ο [[μεγάλης]] ηλικίας ή επισφαλούς υγείας [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμφίρ</i>-<i>ροπος</i>, <i>ανισόρ</i>-<i>ροπος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἑτοιμόρροπος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[κλίση]] [[προς]] τα [[κάτω]] και [[είναι]] [[έτοιμος]] να πέσει («ετοιμόρροπο [[κτήριο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) ο [[έτοιμος]] να χρεωκοπήσει ή να διαλυθεί («ετοιμόρροπο [[κράτος]], ετοιμόρροπη [[επιχείρηση]]»)<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) ο [[ετοιμοθάνατος]], ο [[μεγάλης]] ηλικίας ή επισφαλούς υγείας [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]]), [[πρβλ]]. [[αμφίρροπος]], [[ανισόρροπος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἑτοιμόρροπος, -ον)
αυτός που έχει κλίση προς τα κάτω και είναι έτοιμος να πέσει («ετοιμόρροπο κτήριο»)
νεοελλ.
μτφ.
1. (γενικά) ο έτοιμος να χρεωκοπήσει ή να διαλυθεί («ετοιμόρροπο κράτος, ετοιμόρροπη επιχείρηση»)
2. (για ανθρώπους) ο ετοιμοθάνατος, ο μεγάλης ηλικίας ή επισφαλούς υγείας άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -ροπος (< ρέπω), πρβλ. αμφίρροπος, ανισόρροπος].