ἀντιχράω: Difference between revisions
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(3) |
m (Text replacement - "τινι" to "τινι") |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antichrao | |Transliteration C=antichrao | ||
|Beta Code=a)ntixra/w | |Beta Code=a)ntixra/w | ||
|Definition=( | |Definition=([[χράω]] B) to [[be sufficient]], only in aor. 1, ὁ ποταμὸς οὐκ ἀντέχρησε τῆ στρατιῆ πινόμενος [[Herodotus|Hdt.]]7.127, cf. 187. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[ser suficiente]] un río οὐκ ἀντέχρησε τῇ στρατιῇ πινόμενος Hdt.7.127, τὰ σιτία ἀντέχρησε ... μυριάσι τοσαύτῃσι Hdt.7.187. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> 3ᵉ sg. ἀντέχρησε;<br />[[suffire à]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[χράω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=nur impers. aor. ἀντέχρησε, <i>[[hinreichen]]</i>, τινί, für Einen, Her. 7.127, 187. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιχράω:''' (только 3 л. sing. aor.) быть достаточным, хватать (τὰ σιτία ἀντέχρησέ τινι Her.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀντιχράω''': ([[χράω]] Β) ἀρκῶ, ἐπαρκῶ, ὡς τὸ [[ἀποχράω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ. α΄, ὁ ποταμὸς οὐκ ἀντέχρησε τῇ στρατιῇ πινόμενος, ἀλλ’ ἐπέλιπε Ἡρόδ. 7. 127· τὰ σιτία ἀντέχρησε ... μυριάσι τοσαύτῃσι αὐτόθ. 187. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀντιχράω]] (Α)<br />[[αρκώ]], [[επαρκώ]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντιχράω:''' ([[χράω]] Β), είμαι [[επαρκής]], όπως το [[ἀποχράω]], μόνο στον αόρ. αʹ, <i>ἀντέχρησε</i>, σε Ηρόδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[χράω]] B] only in aor1, ἀντέχρησε]<br />to be [[sufficient]], like [[ἀποχράω]], Hdt. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:59, 5 November 2024
English (LSJ)
(χράω B) to be sufficient, only in aor. 1, ὁ ποταμὸς οὐκ ἀντέχρησε τῆ στρατιῆ πινόμενος Hdt.7.127, cf. 187.
Spanish (DGE)
ser suficiente un río οὐκ ἀντέχρησε τῇ στρατιῇ πινόμενος Hdt.7.127, τὰ σιτία ἀντέχρησε ... μυριάσι τοσαύτῃσι Hdt.7.187.
French (Bailly abrégé)
ao. 3ᵉ sg. ἀντέχρησε;
suffire à, τινι.
Étymologie: ἀντί, χράω.
German (Pape)
nur impers. aor. ἀντέχρησε, hinreichen, τινί, für Einen, Her. 7.127, 187.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιχράω: (только 3 л. sing. aor.) быть достаточным, хватать (τὰ σιτία ἀντέχρησέ τινι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιχράω: (χράω Β) ἀρκῶ, ἐπαρκῶ, ὡς τὸ ἀποχράω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ. α΄, ὁ ποταμὸς οὐκ ἀντέχρησε τῇ στρατιῇ πινόμενος, ἀλλ’ ἐπέλιπε Ἡρόδ. 7. 127· τὰ σιτία ἀντέχρησε ... μυριάσι τοσαύτῃσι αὐτόθ. 187.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀντιχράω: (χράω Β), είμαι επαρκής, όπως το ἀποχράω, μόνο στον αόρ. αʹ, ἀντέχρησε, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
χράω B] only in aor1, ἀντέχρησε]
to be sufficient, like ἀποχράω, Hdt.