ζιζάνιο: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιον → Miltiades' trophy does not let me sleep
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ζιζάνιον]], Μ και ζιζάνιν και ζιζάνι)<br />άγριο και άχρηστο [[φυτό]] που φυτρώνει [[ανάμεσα]] σε χρήσιμα φυτά και εμποδίζει την [[ανάπτυξη]] τους, κν. [[τριβόλι]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[έριδα]], [[διχόνοια]], [[σκάνδαλο]] («έσπειρε ζιζάνια στην [[παρέα]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που προκαλεί έριδες, διχόνοιες<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ταραχοποιός]], [[ταραξίας]], [[άτακτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύμφωνα με την πιο πειστική [[άποψη]] ο τ. αποτελεί [[μεταφορά]] ξεν. όρου ( | |mltxt=το (AM [[ζιζάνιον]], Μ και ζιζάνιν και ζιζάνι)<br />άγριο και άχρηστο [[φυτό]] που φυτρώνει [[ανάμεσα]] σε χρήσιμα φυτά και εμποδίζει την [[ανάπτυξη]] τους, κν. [[τριβόλι]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[έριδα]], [[διχόνοια]], [[σκάνδαλο]] («έσπειρε ζιζάνια στην [[παρέα]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που προκαλεί έριδες, διχόνοιες<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ταραχοποιός]], [[ταραξίας]], [[άτακτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύμφωνα με την πιο πειστική [[άποψη]] ο τ. αποτελεί [[μεταφορά]] ξεν. όρου ([[πρβλ]]. σουμερ. <i>zizan</i> «[[σιτάρι]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (AM ζιζάνιον, Μ και ζιζάνιν και ζιζάνι)
άγριο και άχρηστο φυτό που φυτρώνει ανάμεσα σε χρήσιμα φυτά και εμποδίζει την ανάπτυξη τους, κν. τριβόλι
νεοελλ.-μσν.
1. μτφ. έριδα, διχόνοια, σκάνδαλο («έσπειρε ζιζάνια στην παρέα»)
2. μτφ. αυτός που προκαλεί έριδες, διχόνοιες
3. μτφ. ταραχοποιός, ταραξίας, άτακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύμφωνα με την πιο πειστική άποψη ο τ. αποτελεί μεταφορά ξεν. όρου (πρβλ. σουμερ. zizan «σιτάρι»].