ηνίο: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(16) |
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἡνίον]], Α δωρ. τ. ἁνίον)<br /><b>συν. στον πληθ.</b | |mltxt=το (AM [[ἡνίον]], Α δωρ. τ. ἁνίον)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> τα [[ηνία]]<br />επιμήκεις δερμάτινοι ιμάντες που αποτελούν [[μέρος]] του χαλινού και της παραχαλινίδας του αλόγου, κν. γκέμια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[διαχείριση]], [[διακυβέρνηση]], [[χειρισμός]] («τα [[ηνία]] του κράτους»)<br /><b>2.</b> (<b>στον εν.</b>) <b>(πυροβ.)</b> χαλύβδινο [[τεμάχιο]] [[κάτω]] από την [[ακτηρίδα]] τών πυροβόλων που χρησιμεύει για τη στερέωσή τους σε βραχώδες [[έδαφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>στον εν.</b>) το σιδερένιο [[τεμάχιο]] του χαλινού που δαγκώνεται από το [[υποζύγιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ηνία]], <i>η</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:30, 14 January 2019
Greek Monolingual
το (AM ἡνίον, Α δωρ. τ. ἁνίον)
συν. στον πληθ. τα ηνία
επιμήκεις δερμάτινοι ιμάντες που αποτελούν μέρος του χαλινού και της παραχαλινίδας του αλόγου, κν. γκέμια
νεοελλ.
1. μτφ. διαχείριση, διακυβέρνηση, χειρισμός («τα ηνία του κράτους»)
2. (στον εν.) (πυροβ.) χαλύβδινο τεμάχιο κάτω από την ακτηρίδα τών πυροβόλων που χρησιμεύει για τη στερέωσή τους σε βραχώδες έδαφος
αρχ.
(στον εν.) το σιδερένιο τεμάχιο του χαλινού που δαγκώνεται από το υποζύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηνία, η].