ακτηρίδα

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀκτηρίς, -ίδος)
(νέοελλ.) η πίσω άκρη (ουρά) του σταθμίου του κιλλίβαντα, που αποτελεί μαζί με τους δύο τροχούς το τρίτο στήριγμα του πυροβόλου, καθώς και το σημείο σύνδεσης με το ρυμουλκό
αρχ.
1. ραβδί, μπαστούνι, μαγκούρα
2. ξύλινο εξάρτημα άρματος ή αμαξάς ως υποστήριγμα, όταν αυτή είναι άζευκτη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ. Η σημασία της λ. («ραβδί, κοντάρι, που στηρίζει το τιμόνι ενός οχήματος») οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται για σύνθετη λ. με β' συνθ. το ρ. ἐρείδω «στηρίζω». Το α' συνθετικό, που πρέπει να σημαίνει, «ευθύς, ίσιος», είναι πιθ. να προέρχεται από το ρ. ἀκταίνω. Ο νεώτερος τεχνικός όρος ἀκτηρὶς αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. crosse].