ακτηρίδα

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀκτηρίς, -ίδος)
(νέοελλ.) η πίσω άκρη (ουρά) του σταθμίου του κιλλίβαντα, που αποτελεί μαζί με τους δύο τροχούς το τρίτο στήριγμα του πυροβόλου, καθώς και το σημείο σύνδεσης με το ρυμουλκό
αρχ.
1. ραβδί, μπαστούνι, μαγκούρα
2. ξύλινο εξάρτημα άρματος ή αμαξάς ως υποστήριγμα, όταν αυτή είναι άζευκτη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ. Η σημασία της λ. («ραβδί, κοντάρι, που στηρίζει το τιμόνι ενός οχήματος») οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται για σύνθετη λ. με β' συνθ. το ρ. ἐρείδω «στηρίζω». Το α' συνθετικό, που πρέπει να σημαίνει, «ευθύς, ίσιος», είναι πιθ. να προέρχεται από το ρ. ἀκταίνω. Ο νεώτερος τεχνικός όρος ἀκτηρὶς αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. crosse].