ημιόνειος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(16)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμιόνειος]] και ιων. τ. ἡμιόνεος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε ημίονο ή σύρεται από ημίονο («[[ἅμαξα]] [[ἡμιόνειος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κόπρος]] ἡμιονείη»<br />[[ἡμιονίς]], [[κοπριά]] ημιόνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ημίονος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κύκν</i>-<i>ειος</i>, <i>χελιδόν</i>-<i>ειος</i>)].
|mltxt=[[ἡμιόνειος]] και ιων. τ. ἡμιόνεος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε ημίονο ή σύρεται από ημίονο («[[ἅμαξα]] [[ἡμιόνειος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κόπρος]] ἡμιονείη»<br />[[ἡμιονίς]], [[κοπριά]] ημιόνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ημίονος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i> ([[πρβλ]]. [[κύκνειος]], [[χελιδόνειος]])].
}}
}}

Latest revision as of 17:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμιόνειος και ιων. τ. ἡμιόνεος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει σε ημίονο ή σύρεται από ημίονο («ἅμαξα ἡμιόνειος», Ομ. Οδ.)
2. φρ. «κόπρος ἡμιονείη»
ἡμιονίς, κοπριά ημιόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + επίθημα -ειος (πρβλ. κύκνειος, χελιδόνειος)].