ηράκλειος: Difference between revisions

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
(16)
 
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α ἡράκλειος, -εία, -ον και ἡράκλειος, -ον, επικ. τ. ἡρακλήειος, ιων. τ. ἡρακλήϊος, -η, -ον) [<i>Ηρακλής</i>)]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον Ηρακλή (α. «[[ηράκλειος]] [[άθλος]]» β. «βίη Ἡρακλείη» — ο Ηρακλής, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Ἡράκλειαι στῆλαι» ή «στήλες του Ηρακλέους» — [[στενός]] [[θαλάσσιος]] [[πόρος]] [[μεταξύ]] της Μεσογείου και του Ατλαντικού ωκεανού, το σημερ. Γιβραλτάρ, όπου ο Ηρακλής, [[κατά]] τη [[μυθολογία]], έστησε σε καθεμιά από τις δύο όχθες από μια [[στήλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γιγαντώδης]], [[τεράστιος]], [[υπερφυσικός]] («με τον ένα ηράκλειον βραχίονα», Παπαδ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βοτ.</b> <i>το ηράκλειο</i><br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] [[σκιαδανθή]], [[οικογένεια]] [[σκιαδοφόρα]]·|| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το Ἡράκλειον</i> και <i>Ἡρακλεῑον</i><br />α) [[ναός]] του Ηρακλέους<br />β) πολύ μεγάλο [[ποτήρι]], το οποίο χρησιμοποιούσε ο Ηρακλής<br /><b>2.</b> (ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τά Ἡράκλεια</i><br />[[γιορτή]] [[προς]] τιμήν του Ηρακλέους<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡρακλεία</i><br />[[ονομασία]] φυτού<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό ἡράκλειος</i><br />[[μήνας]] του Δελφικού έτους<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «νοῡσος ἡρακλείη» — η [[επιληψία]] <b>(Ιπποκρ.)</b><br />β) ἡράκλειον [[πάθος]]» — η [[ελεφαντίαση]] <b>(Αρετ.)</b><br />γ) «ἡράκλεια λουτρά» — θερμά λουτρά<br />δ) «[[λίθος]] ἡρακλεία» ή «[[λίθος]] ἡράκλεια» — ο [[μαγνήτης]]<br />ε) «[[πάνακες]] ἡράκλειον» — το [[φυτό]] [[οποπάναξ]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡρακλείως</i> (Α)<br />όπως ο Ηρακλής.
|mltxt=-α, -ο (Α ἡράκλειος, -εία, -ον και ἡράκλειος, -ον, επικ. τ. ἡρακλήειος, ιων. τ. ἡρακλήϊος, -η, -ον) [<i>Ηρακλής</i>)]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον Ηρακλή (α. «[[ηράκλειος]] [[άθλος]]» β. «βίη Ἡρακλείη» — ο Ηρακλής, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Ἡράκλειαι στῆλαι» ή «στήλες του Ηρακλέους» — [[στενός]] [[θαλάσσιος]] [[πόρος]] [[μεταξύ]] της Μεσογείου και του Ατλαντικού ωκεανού, το σημερ. Γιβραλτάρ, όπου ο Ηρακλής, [[κατά]] τη [[μυθολογία]], έστησε σε καθεμιά από τις δύο όχθες από μια [[στήλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γιγαντώδης]], [[τεράστιος]], [[υπερφυσικός]] («με τον ένα ηράκλειον βραχίονα», Παπαδ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βοτ.</b> <i>το ηράκλειο</i><br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] [[σκιαδανθή]], [[οικογένεια]] [[σκιαδοφόρα]]·|| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το Ἡράκλειον</i> και <i>Ἡρακλεῖον</i><br />α) [[ναός]] του Ηρακλέους<br />β) πολύ μεγάλο [[ποτήρι]], το οποίο χρησιμοποιούσε ο Ηρακλής<br /><b>2.</b> (ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τά Ἡράκλεια</i><br />[[γιορτή]] [[προς]] τιμήν του Ηρακλέους<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡρακλεία</i><br />[[ονομασία]] φυτού<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό ἡράκλειος</i><br />[[μήνας]] του Δελφικού έτους<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «νοῦσος ἡρακλείη» — η [[επιληψία]] <b>(Ιπποκρ.)</b><br />β) ἡράκλειον [[πάθος]]» — η [[ελεφαντίαση]] <b>(Αρετ.)</b><br />γ) «ἡράκλεια λουτρά» — θερμά λουτρά<br />δ) «[[λίθος]] ἡρακλεία» ή «[[λίθος]] ἡράκλεια» — ο [[μαγνήτης]]<br />ε) «[[πάνακες]] ἡράκλειον» — το [[φυτό]] [[οποπάναξ]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡρακλείως</i> (Α)<br />όπως ο Ηρακλής.
}}
}}

Latest revision as of 10:21, 24 August 2022

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἡράκλειος, -εία, -ον και ἡράκλειος, -ον, επικ. τ. ἡρακλήειος, ιων. τ. ἡρακλήϊος, -η, -ον) [Ηρακλής)]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον Ηρακλή (α. «ηράκλειος άθλος» β. «βίη Ἡρακλείη» — ο Ηρακλής, Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «Ἡράκλειαι στῆλαι» ή «στήλες του Ηρακλέους» — στενός θαλάσσιος πόρος μεταξύ της Μεσογείου και του Ατλαντικού ωκεανού, το σημερ. Γιβραλτάρ, όπου ο Ηρακλής, κατά τη μυθολογία, έστησε σε καθεμιά από τις δύο όχθες από μια στήλη
νεοελλ.
1. γιγαντώδης, τεράστιος, υπερφυσικός («με τον ένα ηράκλειον βραχίονα», Παπαδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. βοτ. το ηράκλειο
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη σκιαδανθή, οικογένεια σκιαδοφόρα·