θεατρομανής: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(16)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[θεατρομανής]], -ές)<br />αυτός που αγαπά μανιωδώς το [[θέατρο]], ο υπερβολικά [[θεατρόφιλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέατρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυναι</i>-<i>μανής</i>. <i>ερω</i>-<i>μανής</i>, <i>ζηλο</i>-<i>μανής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[θεατρομανής]], -ές)<br />αυτός που αγαπά μανιωδώς το [[θέατρο]], ο υπερβολικά [[θεατρόφιλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέατρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), [[πρβλ]]. <i>γυναι</i>-<i>μανής</i>. <i>ερω</i>-<i>μανής</i>, <i>ζηλο</i>-<i>μανής</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1190] ές, rasend für das Theater eingenommen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱτρομᾰνής: -ές, ὁ ἐμμανῶς ἀγαπῶν τὸ θέατρον, ὄχλος Ἀθανάσ.

Greek Monolingual

-ές (Α θεατρομανής, -ές)
αυτός που αγαπά μανιωδώς το θέατρο, ο υπερβολικά θεατρόφιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι-μανής. ερω-μανής, ζηλο-μανής].