ἰσόβιος: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(18)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isovios
|Transliteration C=isovios
|Beta Code=i)so/bios
|Beta Code=i)so/bios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">holding office for life</b>, γραμματεύς <span class="title">IGRom.</span>4.1675 (Belevi).</span>
|Definition=ἰσόβιον, [[holding office for life]], γραμματεύς ''IGRom.''4.1675 (Belevi).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἰσόβιος]], -ον)<br />αυτός που διαρκεί σε όλη τη ζωή («ισόβια [[δεσμά]]» — [[ποινή]] [[κατά]] την οποία ο καταδικασμένος μένει στη [[φυλακή]] για όλη του τη ζωή). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισοβίως</i> και <i>ισόβια</i><br />εφ' όρου ζωής, καθ' όλη τη [[διάρκεια]] του βίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αργυρό</i>-<i>βιος</i>, <i>ηδύ</i>-<i>βιος</i>].
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἰσόβιος]], -ον)<br />αυτός που διαρκεί σε όλη τη ζωή («ισόβια [[δεσμά]]» — [[ποινή]] [[κατά]] την οποία ο καταδικασμένος μένει στη [[φυλακή]] για όλη του τη ζωή). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισοβίως</i> και <i>ισόβια</i><br />εφ' όρου ζωής, καθ' όλη τη [[διάρκεια]] του βίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. [[αργυρόβιος]], [[ηδύβιος]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόβῐος Medium diacritics: ἰσόβιος Low diacritics: ισόβιος Capitals: ΙΣΟΒΙΟΣ
Transliteration A: isóbios Transliteration B: isobios Transliteration C: isovios Beta Code: i)so/bios

English (LSJ)

ἰσόβιον, holding office for life, γραμματεύς IGRom.4.1675 (Belevi).

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἰσόβιος, -ον)
αυτός που διαρκεί σε όλη τη ζωή («ισόβια δεσμά» — ποινή κατά την οποία ο καταδικασμένος μένει στη φυλακή για όλη του τη ζωή).
επίρρ...
ισοβίως και ισόβια
εφ' όρου ζωής, καθ' όλη τη διάρκεια του βίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. αργυρόβιος, ηδύβιος].