ισόθυμος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
(18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσόθυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει το ίδιο [[θάρρος]], το ίδιο [[φρόνημα]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θυμός]] «[[θάρρος]], [[φρόνημα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μακρό</i>-<i>θυμος</i>, <i>μικρό</i>-<i>θυμος</i>].
|mltxt=[[ἰσόθυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει το ίδιο [[θάρρος]], το ίδιο [[φρόνημα]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θυμός]] «[[θάρρος]], [[φρόνημα]]»), [[πρβλ]]. [[μακρόθυμος]], [[μικρόθυμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:08, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσόθυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει το ίδιο θάρρος, το ίδιο φρόνημα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -θυμος (< θυμός «θάρρος, φρόνημα»), πρβλ. μακρόθυμος, μικρόθυμος].