κακομοίρης: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ικο (Μ [[κακομοίρης]], -α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κακή [[μοίρα]], [[δυστυχής]], [[κακότυχος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>ο [[κακομοίρης]], <i>η κακομοίρα</i>, <i>το κακόμοιρο</i><br />[[άξιος]] οίκτου και συμπάθειας, [[καημένος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[έλλειψη]] φυσικών ή ψυχικών χαρισμάτων, [[άχαρος]], κακοφτειαγμένος, [[μισερός]]<br /><b>2.</b> (για πρόωρα πεθαμένους) [[μακαρίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μοίρα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[καλομοίρης]])].
|mltxt=-α, -ικο (Μ [[κακομοίρης]], -α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κακή [[μοίρα]], [[δυστυχής]], [[κακότυχος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> ο [[κακομοίρης]], <i>η κακομοίρα</i>, <i>το κακόμοιρο</i><br />[[άξιος]] οίκτου και συμπάθειας, [[καημένος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[έλλειψη]] φυσικών ή ψυχικών χαρισμάτων, [[άχαρος]], κακοφτειαγμένος, [[μισερός]]<br /><b>2.</b> (για πρόωρα πεθαμένους) [[μακαρίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μοίρα]] ([[πρβλ]]. [[καλομοίρης]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:11, 23 August 2021

Greek Monolingual

-α, -ικο (Μ κακομοίρης, -α)
1. αυτός που έχει κακή μοίρα, δυστυχής, κακότυχος
2. ως ουσ. ο κακομοίρης, η κακομοίρα, το κακόμοιρο
άξιος οίκτου και συμπάθειας, καημένος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει έλλειψη φυσικών ή ψυχικών χαρισμάτων, άχαρος, κακοφτειαγμένος, μισερός
2. (για πρόωρα πεθαμένους) μακαρίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + μοίρα (πρβλ. καλομοίρης)].