καρβουνιάρης: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(19) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. καρβουνιάρισσα (Μ [[καρβουνιάρης]], θηλ. καρβουνιάρισσα και [[καρβουνάρης]], θηλ. [[καρβουνάρισσα]])<br /><b>1.</b> αυτός που παρασκευάζει κάρβουνα<br /><b>2.</b> αυτός που πουλάει κάρβουνα, καρβουνοπώλης<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μαύρος]] από [[καρβουνόσκονη]], από [[καπνιά]], [[μουντζούρης]], μουντζουρωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] πουλιού<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «κλαίει από το λύκο ο [[βοσκός]], κλαίει κι ο [[καρβουνιάρης]]» — γι' αυτούς που συκοφαντούν και κακολογούν άλλους [[χωρίς]] [[αιτία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρβουνο]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάρης</i> ( | |mltxt=ο, θηλ. καρβουνιάρισσα (Μ [[καρβουνιάρης]], θηλ. καρβουνιάρισσα και [[καρβουνάρης]], θηλ. [[καρβουνάρισσα]])<br /><b>1.</b> αυτός που παρασκευάζει κάρβουνα<br /><b>2.</b> αυτός που πουλάει κάρβουνα, καρβουνοπώλης<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μαύρος]] από [[καρβουνόσκονη]], από [[καπνιά]], [[μουντζούρης]], μουντζουρωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] πουλιού<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «κλαίει από το λύκο ο [[βοσκός]], κλαίει κι ο [[καρβουνιάρης]]» — γι' αυτούς που συκοφαντούν και κακολογούν άλλους [[χωρίς]] [[αιτία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρβουνο]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάρης</i> ([[πρβλ]]. <i>μερο</i>-<i>καματ</i>-<i>ιάρης</i>, <i>ταβερν</i>-<i>ιάρης</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:13, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο, θηλ. καρβουνιάρισσα (Μ καρβουνιάρης, θηλ. καρβουνιάρισσα και καρβουνάρης, θηλ. καρβουνάρισσα)
1. αυτός που παρασκευάζει κάρβουνα
2. αυτός που πουλάει κάρβουνα, καρβουνοπώλης
3. μτφ. μαύρος από καρβουνόσκονη, από καπνιά, μουντζούρης, μουντζουρωμένος
νεοελλ.
1. ονομασία πουλιού
2. παροιμ. «κλαίει από το λύκο ο βοσκός, κλαίει κι ο καρβουνιάρης» — γι' αυτούς που συκοφαντούν και κακολογούν άλλους χωρίς αιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρβουνο + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. μερο-καματ-ιάρης, ταβερν-ιάρης)].