καρκινίδιον: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
(19)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρκινίδιον]], τὸ (Μ)<br />(υποκορ. του [[καρκίνος]]) [[μικρός]] [[κάβουρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρκίνος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μαχαιρ</i>-<i>ίδıoν</i>, <i>σφαιρ</i>-[[ίδιον]])].
|mltxt=[[καρκινίδιον]], τὸ (Μ)<br />(υποκορ. του [[καρκίνος]]) [[μικρός]] [[κάβουρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρκίνος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] ([[πρβλ]]. <i>μαχαιρ</i>-<i>ίδıoν</i>, <i>σφαιρ</i>-[[ίδιον]])].
}}
}}

Latest revision as of 13:10, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1327] τό, dim. zum Folgdn, Eust.

Greek Monolingual

καρκινίδιον, τὸ (Μ)
(υποκορ. του καρκίνος) μικρός κάβουρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. μαχαιρ-ίδıoν, σφαιρ-ίδιον)].