φλεγμασία: Difference between revisions
From LSJ
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=flegmasia | |Transliteration C=flegmasia | ||
|Beta Code=flegmasi/a | |Beta Code=flegmasi/a | ||
|Definition=Ion. < | |Definition=Ion. [[φλεγμασίη]], ἡ, = [[φλέγμανσις]] ([[fiery heat]], [[inflammation]]), Id.''Acut.''35, Arist.''GA''746a5, etc.<br><span class="bld">2</span> [[turgescence]], Hp.''Loc.Hom.''42. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1291.png Seite 1291]] ἡ, = [[φλεγμονή]], Aristot. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φλεγμᾰσία:''' ἡ [[воспаление]] Arst. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φλεγμᾰσία''': ἡ, = [[φλεγμονή]], Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 389, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10.4, 2, π. Ζῴων Γεν. 2. 7, 4, κλπ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[φλεγμονή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[θρομβοφλεβίτιδα]] της μηριαίας ή και της έξω λαγόνιας φλέβας, πολύ συχνή ύστερα από τοκετό ή στο [[πλαίσιο]] κάποιου λοιμώδους νοσήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλέγμα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ασία</i> (<b>πρβλ.</b> [[ξηρασία]], [[ὑγρασία]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:58, 25 August 2023
English (LSJ)
Ion. φλεγμασίη, ἡ, = φλέγμανσις (fiery heat, inflammation), Id.Acut.35, Arist.GA746a5, etc.
2 turgescence, Hp.Loc.Hom.42.
German (Pape)
[Seite 1291] ἡ, = φλεγμονή, Aristot.
Russian (Dvoretsky)
φλεγμᾰσία: ἡ воспаление Arst.
Greek (Liddell-Scott)
φλεγμᾰσία: ἡ, = φλεγμονή, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 389, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10.4, 2, π. Ζῴων Γεν. 2. 7, 4, κλπ.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
φλεγμονή
νεοελλ.
ιατρ. θρομβοφλεβίτιδα της μηριαίας ή και της έξω λαγόνιας φλέβας, πολύ συχνή ύστερα από τοκετό ή στο πλαίσιο κάποιου λοιμώδους νοσήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγμα + κατάλ. -ασία (πρβλ. ξηρασία, ὑγρασία)].