φλιδών: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=flidon
|Transliteration C=flidon
|Beta Code=flidw/n
|Beta Code=flidw/n
|Definition=όνος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fold, wrinkle</b>, Hsch. (pl.). φλίεθος· <b class="b3">καρποφόρος</b>, Id.</span>
|Definition=-όνος, ἡ, [[fold]], [[wrinkle]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (pl.). φλίεθος· [[καρποφόρος]], Id.
}}
{{ls
|lstext='''φλιδών''': -όνος, πτυχὴ ἢ [[ῥυτίς]], «φλιδόνες· τὰ ἐν τοῖς ἱματίοις σπάσματα καὶ ῥυτίδες· τινὲς δὲ σφυγμοί» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-όνος, ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φλιδόνες<br />τὰ ἐν τοῖς ἱματίοις σπάσματα καὶ ῥυτίδες, τινὲς δὲ σφυγμοί».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φλι</i>-<i>δ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[φλίω]]), <b>πρβλ.</b> [[χλίδων]]: [[χλιδή]]: [[χλίω]].
}}
}}

Latest revision as of 09:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλιδών Medium diacritics: φλιδών Low diacritics: φλιδών Capitals: ΦΛΙΔΩΝ
Transliteration A: phlidṓn Transliteration B: phlidōn Transliteration C: flidon Beta Code: flidw/n

English (LSJ)

-όνος, ἡ, fold, wrinkle, Hsch. (pl.). φλίεθος· καρποφόρος, Id.

Greek (Liddell-Scott)

φλιδών: -όνος, πτυχὴ ἢ ῥυτίς, «φλιδόνες· τὰ ἐν τοῖς ἱματίοις σπάσματα καὶ ῥυτίδες· τινὲς δὲ σφυγμοί» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-όνος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «φλιδόνες
τὰ ἐν τοῖς ἱματίοις σπάσματα καὶ ῥυτίδες, τινὲς δὲ σφυγμοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φλι-δ- (βλ. λ. φλίω), πρβλ. χλίδων: χλιδή: χλίω.