κατήχηση: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(20)
 
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[κατήχησις]]) [[κατηχώ]]<br /><b>1.</b> η [[διδασκαλία]] τών χριστιανικών δογμάτων σ' εκείνους που προσέρχονταν στη χριστιανική [[πίστη]] σύμφωνα με τις αρχές του χριστιανισμού («καὶ τὰς ἐμφερομένας αύτῷ κατηχήσεις [[μνημόσυνον]] τῇ ἐκκλησίᾳ», Μηναί.)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[βιβλίο]] που περιέχει τα [[χριστιανικά]] δόγματα και την ορθόδοξη [[ερμηνεία]] τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[μύηση]] σε [[δόγμα]] ή σε μυστική [[ενέργεια]]<br /><b>2.</b> [[συστηματική]] καδοθήγηση κάποιου με σκοπό τον προσεταιρισμό, [[προσηλυτισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[διδασκαλία]] με το [[τραγούδι]] ή με πολύ δυνατή [[φωνή]]<br /><b>2.</b> η γοήτευση με τον ήχο<br />(«δεῑ αὐτῇ τριβῆς πολλῆς καὶ κατηχήσεως χρονίου», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> κακή [[συναναστροφή]]<br /><b>4.</b> [[συνοδεία]] μονόχορδου οργάνου από όργανα βαρύτερου ήχου που σκεπάζει τον δικό του.
|mltxt=η (AM [[κατήχησις]]) [[κατηχώ]]<br /><b>1.</b> η [[διδασκαλία]] τών χριστιανικών δογμάτων σ' εκείνους που προσέρχονταν στη χριστιανική [[πίστη]] σύμφωνα με τις αρχές του χριστιανισμού («καὶ τὰς ἐμφερομένας αύτῷ κατηχήσεις [[μνημόσυνον]] τῇ ἐκκλησίᾳ», Μηναί.)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[βιβλίο]] που περιέχει τα [[χριστιανικά]] δόγματα και την ορθόδοξη [[ερμηνεία]] τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[μύηση]] σε [[δόγμα]] ή σε μυστική [[ενέργεια]]<br /><b>2.</b> [[συστηματική]] καδοθήγηση κάποιου με σκοπό τον προσεταιρισμό, [[προσηλυτισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[διδασκαλία]] με το [[τραγούδι]] ή με πολύ δυνατή [[φωνή]]<br /><b>2.</b> η γοήτευση με τον ήχο<br />(«δεῖ αὐτῇ τριβῆς πολλῆς καὶ κατηχήσεως χρονίου», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> κακή [[συναναστροφή]]<br /><b>4.</b> [[συνοδεία]] μονόχορδου οργάνου από όργανα βαρύτερου ήχου που σκεπάζει τον δικό του.
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 27 May 2022

Greek Monolingual

η (AM κατήχησις) κατηχώ
1. η διδασκαλία τών χριστιανικών δογμάτων σ' εκείνους που προσέρχονταν στη χριστιανική πίστη σύμφωνα με τις αρχές του χριστιανισμού («καὶ τὰς ἐμφερομένας αύτῷ κατηχήσεις μνημόσυνον τῇ ἐκκλησίᾳ», Μηναί.)
2. συνεκδ. το βιβλίο που περιέχει τα χριστιανικά δόγματα και την ορθόδοξη ερμηνεία τους
νεοελλ.
1. η μύηση σε δόγμα ή σε μυστική ενέργεια
2. συστηματική καδοθήγηση κάποιου με σκοπό τον προσεταιρισμό, προσηλυτισμός
αρχ.
1. η διδασκαλία με το τραγούδι ή με πολύ δυνατή φωνή
2. η γοήτευση με τον ήχο
(«δεῖ αὐτῇ τριβῆς πολλῆς καὶ κατηχήσεως χρονίου», Διον. Αλ.)
3. κακή συναναστροφή
4. συνοδεία μονόχορδου οργάνου από όργανα βαρύτερου ήχου που σκεπάζει τον δικό του.