κατηγορουμένως: Difference between revisions

From LSJ

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source
(20)
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katigoroumenos
|Transliteration C=katigoroumenos
|Beta Code=kathgoroume/nws
|Beta Code=kathgoroume/nws
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[κατηγορέω]] <span class="bibl">111.2</span>.</span>
|Definition=v. [[κατηγορέω]] III.2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατηγορουμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> κατηγορηματικά, απερίφραστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. ενεστ. [[κατηγορούμενος]] του ρ. <i>κατηγοροῦμαι</i>].
|mltxt=[[κατηγορουμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> κατηγορηματικά, απερίφραστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. ενεστ. [[κατηγορούμενος]] του ρ. <i>κατηγοροῦμαι</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατηγορουμένως Medium diacritics: κατηγορουμένως Low diacritics: κατηγορουμένως Capitals: ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΣ
Transliteration A: katēgorouménōs Transliteration B: katēgoroumenōs Transliteration C: katigoroumenos Beta Code: kathgoroume/nws

English (LSJ)

v. κατηγορέω III.2.

Greek Monolingual

κατηγορουμένως (Α)
επίρρ. κατηγορηματικά, απερίφραστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. κατηγορούμενος του ρ. κατηγοροῦμαι].