κελευστικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(20)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kelefstikos
|Transliteration C=kelefstikos
|Beta Code=keleustiko/s
|Beta Code=keleustiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hortatory</b>:</span> κελευστική (sc. <b class="b3">τέχνη</b>), <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>260e</span>; <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> τοῦ ψόγου τὸ κ. Plu.2.72d (s.v.l.).</span>
|Definition=κελευστική, κελευστικόν, [[hortatory]]: κελευστική (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 260e; τοῦ ψόγου τὸ κ. Plu.2.72d ([[si vera lectio|s.v.l.]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1415.png Seite 1415]] befehlerisch, befehlend; ἡ κελευστική, sc. [[τέχνη]], Plat. Polit. 260 d; τὸ κελευστικὸν τοῦ ψόγου, das Befehlshaberische, Plut. discr. ad. et am. 48.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1415.png Seite 1415]] befehlerisch, befehlend; ἡ κελευστική, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], Plat. Polit. 260 d; τὸ κελευστικὸν τοῦ ψόγου, das Befehlshaberische, Plut. discr. ad. et am. 48.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[qui concerne le commandement]].<br />'''Étymologie:''' [[κελευστός]].
}}
{{elru
|elrutext='''κελευστικός:''' [[приказывающий]], [[повелительный]]: τὸ τοῦ ψόγου κελευστικόν Plut. повелительная сила порицания.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κελευστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κελευστήν, [[παροτρυντικός]], ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ κελεύειν· ἡ κελευστικὴ (δηλ. [[τέχνη]]) Πλάτ. Πολιτικ. 260D· τὸ κελευστικόν, οὐσιαστ., Συνέσ.· τοῦ ψόγου τὸ τραχὺ καὶ τὸ κελευστικὸν Πλουτ. Ἠθ. 72, καὶ τὸ Ἐπίρρ. κελευστικῶς.
|lstext='''κελευστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κελευστήν, [[παροτρυντικός]], ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ κελεύειν· ἡ κελευστικὴ (δηλ. [[τέχνη]]) Πλάτ. Πολιτικ. 260D· τὸ κελευστικόν, οὐσιαστ., Συνέσ.· τοῦ ψόγου τὸ τραχὺ καὶ τὸ κελευστικὸν Πλουτ. Ἠθ. 72, καὶ τὸ Ἐπίρρ. κελευστικῶς.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le commandement.<br />'''Étymologie:''' [[κελευστός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κελευστικός]], -ή, -όν (Α) [[κελεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κελευστή.<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] στο να δίνει διαταγές<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κελευστική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[τέχνη]] του κελευστή, η [[τέχνη]] του να διατάζει [[κανείς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κελευστικῶς</i><br />με κελευστικό τρόπο.
|mltxt=[[κελευστικός]], -ή, -όν (Α) [[κελεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κελευστή.<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] στο να δίνει διαταγές<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κελευστική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[τέχνη]] του κελευστή, η [[τέχνη]] του να διατάζει [[κανείς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κελευστικῶς</i><br />με κελευστικό τρόπο.
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελευστικός Medium diacritics: κελευστικός Low diacritics: κελευστικός Capitals: ΚΕΛΕΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: keleustikós Transliteration B: keleustikos Transliteration C: kelefstikos Beta Code: keleustiko/s

English (LSJ)

κελευστική, κελευστικόν, hortatory: κελευστική (sc. τέχνη), Pl.Plt. 260e; τοῦ ψόγου τὸ κ. Plu.2.72d (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1415] befehlerisch, befehlend; ἡ κελευστική, sc. τέχνη, Plat. Polit. 260 d; τὸ κελευστικὸν τοῦ ψόγου, das Befehlshaberische, Plut. discr. ad. et am. 48.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le commandement.
Étymologie: κελευστός.

Russian (Dvoretsky)

κελευστικός: приказывающий, повелительный: τὸ τοῦ ψόγου κελευστικόν Plut. повелительная сила порицания.

Greek (Liddell-Scott)

κελευστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κελευστήν, παροτρυντικός, ὁ ἐπιτήδειος εἰς τὸ κελεύειν· ἡ κελευστικὴ (δηλ. τέχνη) Πλάτ. Πολιτικ. 260D· τὸ κελευστικόν, οὐσιαστ., Συνέσ.· τοῦ ψόγου τὸ τραχὺ καὶ τὸ κελευστικὸν Πλουτ. Ἠθ. 72, καὶ τὸ Ἐπίρρ. κελευστικῶς.

Greek Monolingual

κελευστικός, -ή, -όν (Α) κελεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κελευστή.
2. ο ικανός στο να δίνει διαταγές
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ κελευστική (ενν. τέχνη)
η τέχνη του κελευστή, η τέχνη του να διατάζει κανείς.
επίρρ...
κελευστικῶς
με κελευστικό τρόπο.