κηροπήγιο: Difference between revisions

From LSJ

οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be

Source
(20)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />ειδικό [[σκεύος]] διαφόρων σχημάτων, με μία ή περισσότερες υποδοχές, που χρησιμοποιείται για την [[τοποθέτηση]] κεριών, [[κηροστάτης]], κν. [[καντηλέρι]] («τα [[κηροπήγια]] της εκκλησίας» — τα μανουάλια, όπου τοποθετούν τα αναμμένα κεριά οι πιστοί, ή τα [[δικηροτρίκηρα]] που κρατούν οι ιερωμένοι σε διάφορα [[σημεία]] της θείας λειτουργίας και που αποτελούν λειτουργικά σκεύη).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πήγιον</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[πηγός]] <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ασπιδο</i>-<i>πήγιον</i>, <i>κλινο</i>-<i>πήγιον</i>].
|mltxt=το<br />ειδικό [[σκεύος]] διαφόρων σχημάτων, με μία ή περισσότερες υποδοχές, που χρησιμοποιείται για την [[τοποθέτηση]] κεριών, [[κηροστάτης]], κν. [[καντηλέρι]] («τα [[κηροπήγια]] της εκκλησίας» — τα μανουάλια, όπου τοποθετούν τα αναμμένα κεριά οι πιστοί, ή τα [[δικηροτρίκηρα]] που κρατούν οι ιερωμένοι σε διάφορα [[σημεία]] της θείας λειτουργίας και που αποτελούν λειτουργικά σκεύη).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πήγιον</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[πηγός]] <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), [[πρβλ]]. [[ασπιδοπήγιον]], [[κλινοπήγιον]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
ειδικό σκεύος διαφόρων σχημάτων, με μία ή περισσότερες υποδοχές, που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση κεριών, κηροστάτης, κν. καντηλέρι («τα κηροπήγια της εκκλησίας» — τα μανουάλια, όπου τοποθετούν τα αναμμένα κεριά οι πιστοί, ή τα δικηροτρίκηρα που κρατούν οι ιερωμένοι σε διάφορα σημεία της θείας λειτουργίας και που αποτελούν λειτουργικά σκεύη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -πήγιον (< -πηγός < πήγνυμι), πρβλ. ασπιδοπήγιον, κλινοπήγιον].