Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κορίσκομαι: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn

Menander, Monostichoi, 292
(21)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koriskomai
|Transliteration C=koriskomai
|Beta Code=kori/skomai
|Beta Code=kori/skomai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κορέννυμαι]], <b class="b2">become saturated</b>, c. gen., ὑγρασίης <span class="bibl">Hp. <span class="title">Gland.</span>6</span>; <b class="b3">κ. φλέγματος οἱ πνεύμονες</b> ib.<span class="bibl">14</span>: abs., <b class="b2">to be irked</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Art.</span>35</span>.</span>
|Definition== [[κορέννυμαι]], [[become saturated]], c. gen., ὑγρασίης Hp. ''Gland.''6; <b class="b3">κ. φλέγματος οἱ πνεύμονες</b> ib.14: abs., to [[be irked]], Id.''Art.''35.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορίσκομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] [[μέχρι]] κόρου («κορίσκονται πολλῆς ὑγρασίης», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> ενοχλούμαι, δυσαρεστούμαι, [[παροργίζομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. [[ενεστωτικός]] τ. του [[κορέννυμι]], σχηματισμένος [[επίσης]] υποχωρητ. από το θ. <i>κορ</i>-<i>ε</i>-<i>σ</i>- του αορ.].
|mltxt=[[κορίσκομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] [[μέχρι]] κόρου («κορίσκονται πολλῆς ὑγρασίης», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> ενοχλούμαι, δυσαρεστούμαι, [[παροργίζομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. [[ενεστωτικός]] τ. του [[κορέννυμι]], σχηματισμένος [[επίσης]] υποχωρητ. από το θ. <i>κορ</i>-<i>ε</i>-<i>σ</i>- του αορ.].
}}
{{elnl
|elnltext=κορίσκομαι, alleen praes., verzadigd raken; er genoeg van hebben.
}}
}}

Latest revision as of 11:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορίσκομαι Medium diacritics: κορίσκομαι Low diacritics: κορίσκομαι Capitals: ΚΟΡΙΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: korískomai Transliteration B: koriskomai Transliteration C: koriskomai Beta Code: kori/skomai

English (LSJ)

= κορέννυμαι, become saturated, c. gen., ὑγρασίης Hp. Gland.6; κ. φλέγματος οἱ πνεύμονες ib.14: abs., to be irked, Id.Art.35.

Greek Monolingual

κορίσκομαι (Α)
1. γεμίζω μέχρι κόρου («κορίσκονται πολλῆς ὑγρασίης», Ιπποκρ.)
2. ενοχλούμαι, δυσαρεστούμαι, παροργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. ενεστωτικός τ. του κορέννυμι, σχηματισμένος επίσης υποχωρητ. από το θ. κορ-ε-σ- του αορ.].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορίσκομαι, alleen praes., verzadigd raken; er genoeg van hebben.