μαλθακότητα: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
(24)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[μαλθακότης]], -ητος) [[μαλθακός]]<br />[[μαλακότητα]], [[απαλότητα]], [[τρυφερότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκθήλυνση]], [[θηλυπρέπεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἡ [[μαλθακότης]] τοῡ ἐδάφους» — η ύπαρξη ρωγμών στο [[έδαφος]].
|mltxt=η (Α [[μαλθακότης]], -ητος) [[μαλθακός]]<br />[[μαλακότητα]], [[απαλότητα]], [[τρυφερότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκθήλυνση]], [[θηλυπρέπεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἡ [[μαλθακότης]] τοῦ ἐδάφους» — η ύπαρξη ρωγμών στο [[έδαφος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:40, 15 February 2019

Greek Monolingual

η (Α μαλθακότης, -ητος) μαλθακός
μαλακότητα, απαλότητα, τρυφερότητα
νεοελλ.
εκθήλυνση, θηλυπρέπεια
αρχ.
φρ. «ἡ μαλθακότης τοῦ ἐδάφους» — η ύπαρξη ρωγμών στο έδαφος.