λειοτριχιώ: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(22)
 
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=λειοτριχιῶ, -άω και -έω και λειοτριχῶ, -έω (Α)<br />έχω ή [[αποκτώ]] λείο [[τρίχωμα]] («ἡ δὲ [[κράστις]] λειοτριχεῑν ποιεῑ, [[ὅταν]] [[ἔγκυος]] ᾖ», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> <i>τριχιῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i>)].
|mltxt=λειοτριχιῶ, -άω και -έω και λειοτριχῶ, -έω (Α)<br />έχω ή [[αποκτώ]] λείο [[τρίχωμα]] («ἡ δὲ [[κράστις]] λειοτριχεῖν ποιεῖ, [[ὅταν]] [[ἔγκυος]] ᾖ», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> <i>τριχιῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 06:45, 28 March 2021

Greek Monolingual

λειοτριχιῶ, -άω και -έω και λειοτριχῶ, -έω (Α)
έχω ή αποκτώ λείο τρίχωμα («ἡ δὲ κράστις λειοτριχεῖν ποιεῖ, ὅταν ἔγκυος ᾖ», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + τριχιῶ (< θρίξ, τριχός)].