λειοτριχιώ

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source

Greek Monolingual

λειοτριχιῶ, -άω και -έω και λειοτριχῶ, -έω (Α)
έχω ή αποκτώ λείο τρίχωμα («ἡ δὲ κράστις λειοτριχεῖν ποιεῖ, ὅταν ἔγκυος ᾖ», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + τριχιῶ (< θρίξ, τριχός)].