λάσιον: Difference between revisions
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
(22) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lasion | |Transliteration C=lasion | ||
|Beta Code=la/sion | |Beta Code=la/sion | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, a [[rough]] [[cloth]], Sapph.89 (pl.); λάσιον ἐπιβεβλημένος Theopomp.Com.36, cf. Artem. Gramm. ap. Erot.; perhaps to be read for [[σίαλον]] in Hp.Acut. (Sp.) 37. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λάσιον''': [ᾰ], τό, δασὺ λινοῦν [[ὕφασμα]], Σαπφὼ (89) παρὰ | |lstext='''λάσιον''': [ᾰ], τό, δασὺ λινοῦν [[ὕφασμα]], Σαπφὼ (89) παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 74· [[λάσιον]] ἐπιβεβλημένος Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 4. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λάσιον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] σκληρού υφάσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[λάσιος]] «[[δασύτριχος]]»]. | |mltxt=[[λάσιον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] σκληρού υφάσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[λάσιος]] «[[δασύτριχος]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:16, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, a rough cloth, Sapph.89 (pl.); λάσιον ἐπιβεβλημένος Theopomp.Com.36, cf. Artem. Gramm. ap. Erot.; perhaps to be read for σίαλον in Hp.Acut. (Sp.) 37.
Greek (Liddell-Scott)
λάσιον: [ᾰ], τό, δασὺ λινοῦν ὕφασμα, Σαπφὼ (89) παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 74· λάσιον ἐπιβεβλημένος Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 4.
Greek Monolingual
λάσιον, τὸ (Α)
είδος σκληρού υφάσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. λάσιος «δασύτριχος»].