λεοντόθυμος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
(22)
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0028.png Seite 28]] löwenmuthig, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0028.png Seite 28]] [[löwenmutig]], Sp.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λεοντόθῡμος''': -ον, λεοντόκαρδος, Βυζ.
|lstext='''λεοντόθῡμος''': -ον, [[λεοντόκαρδος]], Βυζ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[λεοντόθυμος]], -ον)<br />αυτός που έχει το [[θάρρος]] του λιονταριού, [[λεοντόκαρδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ανθρωπό</i>-<i>θυμος</i>, <i>βορβορό</i>-<i>θυμος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[λεοντόθυμος]], -ον)<br />αυτός που έχει το [[θάρρος]] του λιονταριού, [[λεοντόκαρδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] ([[πρβλ]]. [[ανθρωπόθυμος]], [[βορβορόθυμος]])].
}}
}}

Latest revision as of 05:33, 6 June 2024

German (Pape)

[Seite 28] löwenmutig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντόθῡμος: -ον, λεοντόκαρδος, Βυζ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ λεοντόθυμος, -ον)
αυτός που έχει το θάρρος του λιονταριού, λεοντόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + θυμός (πρβλ. ανθρωπόθυμος, βορβορόθυμος)].