λυτρώνω: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(23) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM λυτρῶ, -όω) [[λύτρα]]<br /><b>1.</b> [[απελευθερώνω]] αιχμάλωτο λαμβάνοντας [[λύτρα]], ως [[αντάλλαγμα]]<br /><b>2.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από [[κακό]] (α. «ο [[θάνατος]] τον λύτρωσε από τα βάσανα» β. «μηδ' ἐκ τῶν ἰδίων λελυτρῶσθαι πένητες ἄνθρωποι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[εξαγοράζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] κακή [[μετάφραση]] εβραϊκής λέξης) [[σπάζω]] τον σβέρκο μου<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i> | |mltxt=(AM λυτρῶ, -όω) [[λύτρα]]<br /><b>1.</b> [[απελευθερώνω]] αιχμάλωτο λαμβάνοντας [[λύτρα]], ως [[αντάλλαγμα]]<br /><b>2.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από [[κακό]] (α. «ο [[θάνατος]] τον λύτρωσε από τα βάσανα» β. «μηδ' ἐκ τῶν ἰδίων λελυτρῶσθαι πένητες ἄνθρωποι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[εξαγοράζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] κακή [[μετάφραση]] εβραϊκής λέξης) [[σπάζω]] τον σβέρκο μου<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>λυτροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />απαλλάσσομαι από [[υποχρέωση]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:01, 24 October 2020
Greek Monolingual
(AM λυτρῶ, -όω) λύτρα
1. απελευθερώνω αιχμάλωτο λαμβάνοντας λύτρα, ως αντάλλαγμα
2. απαλλάσσω κάποιον από κακό (α. «ο θάνατος τον λύτρωσε από τα βάσανα» β. «μηδ' ἐκ τῶν ἰδίων λελυτρῶσθαι πένητες ἄνθρωποι», Δημοσθ.)
μσν.
εξαγοράζω
αρχ.
1. (κατά κακή μετάφραση εβραϊκής λέξης) σπάζω τον σβέρκο μου
2. παθ. λυτροῦμαι, -όομαι
απαλλάσσομαι από υποχρέωση.