μεσόπλουτος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(24)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mesoploutos
|Transliteration C=mesoploutos
|Beta Code=meso/ploutos
|Beta Code=meso/ploutos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">moderately rich</b>, dub. in <span class="bibl">Alciphr.3.34</span> (leg. <b class="b3">νεόπλ-</b>); μεσσόπλουτος, Hsch.</span>
|Definition=μεσόπλουτον, [[moderately rich]], dub. in Alciphr.3.34 (leg. <b class="b3">νεόπλ-</b>); μεσσόπλουτος, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεσόπλουτος]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, μεσσόπλουτος, -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[μετρίως]] [[πλούσιος]], ο μισόπλουτος, ο μισοπλούσιος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλοῦτος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πάμ</i>-<i>πλουτος</i>)].
|mltxt=[[μεσόπλουτος]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, μεσσόπλουτος, -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[μετρίως]] [[πλούσιος]], ο μισόπλουτος, ο μισοπλούσιος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλοῦτος]] ([[πρβλ]]. [[πάμπλουτος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόπλουτος Medium diacritics: μεσόπλουτος Low diacritics: μεσόπλουτος Capitals: ΜΕΣΟΠΛΟΥΤΟΣ
Transliteration A: mesóploutos Transliteration B: mesoploutos Transliteration C: mesoploutos Beta Code: meso/ploutos

English (LSJ)

μεσόπλουτον, moderately rich, dub. in Alciphr.3.34 (leg. νεόπλ-); μεσσόπλουτος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 139] halbreich, Alciphr. 3, 34, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόπλουτος: -ον, ὁ μετρίως πλούσιος, Ἀλκίφρων 3. 34 (Pierson. νεόπλ-), οὐχ ἧττον ἀμφίβολ. ἢ τὸ μεσσόπλουτος παρ’ Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μεσόπλουτος και, κατά τον Ησύχ., μεσσόπλουτος, -ον (Α)
αυτός που είναι μετρίως πλούσιος, ο μισόπλουτος, ο μισοπλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + πλοῦτος (πρβλ. πάμπλουτος)].