μετωπιαίος: Difference between revisions
From LSJ
Χρυσὸς δ' ἀνοίγει πάντα κἂν ᾍδου (κἀίδου) (καὶ χαλκᾶς) πύλας → Aurum omnia aperit, inferûm portas quoque → Gold öffnet jedes Tor sogar der Unterwelt | Gold öffnet alles, jedes Tor sogar aus Erz
(25) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ | |mltxt=-α, -ο (ΑΜ μετωπιαῖος, -αία, -ον)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στο [[μέτωπο]] (α. «μετωπιαίες κυψέλες» β. «μετωπιαίο [[οστό]]<br />γ. «[[μετωπιαίος]] μυς»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτωπον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαίος</i> ([[πρβλ]]. [[ονυχιαίος]], [[πλευριαίος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ μετωπιαῖος, -αία, -ον)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στο μέτωπο (α. «μετωπιαίες κυψέλες» β. «μετωπιαίο οστό
γ. «μετωπιαίος μυς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + κατάλ. -ιαίος (πρβλ. ονυχιαίος, πλευριαίος)].