Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μήνις: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[μῆνις]] και δωρ. και αιολ. τ. μᾱνις)<br />σφοδρή και παρατεταμένη [[οργή]], [[διαρκής]] [[θυμός]], [[μάνιτα]] («μῆνιν ἄειδε, θεά...», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία η λ. συνδέεται με το [[μένω]] ή αυτή που συνδέει τη λ. με το [[μένος]] στηρίζονται σε σημασιολογικά κριτήρια ([[μῆνις]] «[[διαρκής]] [[οργή]]»), [[αλλά]] προσκρούουν σε μορφολογικές δυσχέρειες. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το λατ. <i>m</i><i>ā</i><i>n</i><i>ē</i><i>s</i> «χωρισμένες ψυχές» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐμ</i>-[[μᾶνις]]: <i>im</i>-<i>manis</i> «[[πελώριος]], [[φρικτός]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε <i>μνᾶνις</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>μέμνημαι</i>. Τέλος, η λ. συνδέεται πιθ. με το [[μαιμάω]]].
|mltxt=η (Α [[μῆνις]] και δωρ. και αιολ. τ. μᾱνις)<br />σφοδρή και παρατεταμένη [[οργή]], [[διαρκής]] [[θυμός]], [[μάνιτα]] («μῆνιν ἄειδε, θεά...», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία η λ. συνδέεται με το [[μένω]] ή αυτή που συνδέει τη λ. με το [[μένος]] στηρίζονται σε σημασιολογικά κριτήρια ([[μῆνις]] «[[διαρκής]] [[οργή]]»), [[αλλά]] προσκρούουν σε μορφολογικές δυσχέρειες. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το λατ. <i>m</i><i>ā</i><i>n</i><i>ē</i><i>s</i> «χωρισμένες ψυχές» ([[πρβλ]]. <i>ἐμ</i>-[[μᾶνις]]: <i>im</i>-<i>manis</i> «[[πελώριος]], [[φρικτός]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε <i>μνᾶνις</i>, [[πρβλ]]. <i>μέμνημαι</i>. Τέλος, η λ. συνδέεται πιθ. με το [[μαιμάω]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

η (Α μῆνις και δωρ. και αιολ. τ. μᾱνις)
σφοδρή και παρατεταμένη οργή, διαρκής θυμός, μάνιτα («μῆνιν ἄειδε, θεά...», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία η λ. συνδέεται με το μένω ή αυτή που συνδέει τη λ. με το μένος στηρίζονται σε σημασιολογικά κριτήρια (μῆνις «διαρκής οργή»), αλλά προσκρούουν σε μορφολογικές δυσχέρειες. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το λατ. mānēs «χωρισμένες ψυχές» (πρβλ. ἐμ-μᾶνις: im-manis «πελώριος, φρικτός). Κατ' άλλη άποψη, η λ. ανάγεται σε μνᾶνις, πρβλ. μέμνημαι. Τέλος, η λ. συνδέεται πιθ. με το μαιμάω].