μολυβδοχόος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
(25)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=molyvdochoos
|Transliteration C=molyvdochoos
|Beta Code=molubdoxo/os
|Beta Code=molubdoxo/os
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lead-smelter</b>, Gloss. (μολιβδ-).</span>
|Definition=ὁ, [[lead-smelter]], ''Glossaria'' (μολιβδ-).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μολυβδοχόος]] και [[μολιβδοχόος]])<br />αυτός που τήκει μόλυβδο και τον χύνει σε ρευστή [[κατάσταση]] σε καλούπια για [[κατασκευή]] διαφόρων αντικειμένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> -[[χόος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i> «[[χύνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οινο</i>-[[χόος]], <i>χρυσο</i>-[[χόος]].
|mltxt=ο (Α [[μολυβδοχόος]] και [[μολιβδοχόος]])<br />αυτός που τήκει μόλυβδο και τον χύνει σε ρευστή [[κατάσταση]] σε καλούπια για [[κατασκευή]] διαφόρων αντικειμένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> -[[χόος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i> «[[χύνω]]»), [[πρβλ]]. [[οινοχόος]], [[χρυσοχόος]].
}}
}}

Latest revision as of 09:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολυβδοχόος Medium diacritics: μολυβδοχόος Low diacritics: μολυβδοχόος Capitals: ΜΟΛΥΒΔΟΧΟΟΣ
Transliteration A: molybdochóos Transliteration B: molybdochoos Transliteration C: molyvdochoos Beta Code: molubdoxo/os

English (LSJ)

ὁ, lead-smelter, Glossaria (μολιβδ-).

Greek Monolingual

ο (Α μολυβδοχόος και μολιβδοχόος)
αυτός που τήκει μόλυβδο και τον χύνει σε ρευστή κατάσταση σε καλούπια για κατασκευή διαφόρων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -χόος (< χέω «χύνω»), πρβλ. οινοχόος, χρυσοχόος.