μισόχρηστος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
(25)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=misochristos
|Transliteration C=misochristos
|Beta Code=miso/xrhstos
|Beta Code=miso/xrhstos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hating the better sort</b>, opp. <b class="b3">μισόδημος</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.3.47</span>, cf. <span class="bibl">D.H.8.6</span>; τὸ μ. στόμα τῆς κωμῳδίας <span class="bibl">Phld.<span class="title">Piet.</span>p.93</span> G.</span>
|Definition=μισόχρηστον, [[hating the better sort]], opp. [[μισόδημος]], X.''HG''2.3.47, cf. D.H.8.6; τὸ μ. στόμα τῆς κωμῳδίας Phld.''Piet.''p.93 G.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0192.png Seite 192]] die guten Bürger hassend, Xen. Hell. 2, 3, 47, im superl., u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0192.png Seite 192]] die guten Bürger hassend, Xen. Hell. 2, 3, 47, im superl., u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui hait les gens de bien;<br /><i>Sp.</i> μισοχρηστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]], [[χρηστός]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῑσόχρηστος:''' [[ненавидящий порядочных людей]] Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑσόχρηστος''': -ον, ὁ μισῶν τοὺς χρηστοὺς ἀνθρώπους, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 47, πρβλ. Διον. Ἁλ. 8. 6.
|lstext='''μῑσόχρηστος''': -ον, ὁ μισῶν τοὺς χρηστοὺς ἀνθρώπους, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 47, πρβλ. Διον. Ἁλ. 8. 6.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />qui hait les gens de bien;<br /><i>Sp.</i> μισοχρηστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]], [[χρηστός]].
|mltxt=[[μισόχρηστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μισεί τους χρηστούς, τους ενάρετους ανθρώπους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μισόχρηστον</i><br />[[μίσος]] [[κατά]] τών χρηστών ανθρώπων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[χρηστός]] ([[πρβλ]]. [[φιλόχρηστος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῑσόχρηστος:''' -ον, αυτός που μισεί το καλύτερο είδος ανθρώπων, τους χρηστούς ανθρώπους, σε Ξεν.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=[[μισόχρηστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μισεί τους χρηστούς, τους ενάρετους ανθρώπους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μισόχρηστον</i><br />[[μίσος]] [[κατά]] τών χρηστών ανθρώπων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[χρηστός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φιλό</i>-<i>χρηστος</i>)].
|mdlsjtxt=μῑσό-χρηστος, ον<br />[[hating]] the [[better]] [[sort]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 11:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσόχρηστος Medium diacritics: μισόχρηστος Low diacritics: μισόχρηστος Capitals: ΜΙΣΟΧΡΗΣΤΟΣ
Transliteration A: misóchrēstos Transliteration B: misochrēstos Transliteration C: misochristos Beta Code: miso/xrhstos

English (LSJ)

μισόχρηστον, hating the better sort, opp. μισόδημος, X.HG2.3.47, cf. D.H.8.6; τὸ μ. στόμα τῆς κωμῳδίας Phld.Piet.p.93 G.

German (Pape)

[Seite 192] die guten Bürger hassend, Xen. Hell. 2, 3, 47, im superl., u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui hait les gens de bien;
Sp. μισοχρηστότατος.
Étymologie: μισέω, χρηστός.

Russian (Dvoretsky)

μῑσόχρηστος: ненавидящий порядочных людей Xen.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσόχρηστος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς χρηστοὺς ἀνθρώπους, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 47, πρβλ. Διον. Ἁλ. 8. 6.

Greek Monolingual

μισόχρηστος, -ον (Α)
1. αυτός που μισεί τους χρηστούς, τους ενάρετους ανθρώπους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισόχρηστον
μίσος κατά τών χρηστών ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + χρηστός (πρβλ. φιλόχρηστος)].

Greek Monotonic

μῑσόχρηστος: -ον, αυτός που μισεί το καλύτερο είδος ανθρώπων, τους χρηστούς ανθρώπους, σε Ξεν.

Middle Liddell

μῑσό-χρηστος, ον
hating the better sort, Xen.