νεκροφόνος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(26)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui tue des morts]].<br />'''Étymologie:''' [[νεκρός]], [[πεφνεῖν]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεκροφόνος:''' (вторично) убивающий мертвецов (sc. [[τυμβωρύχος]] Anth.).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεκροφόνος''': ὁ, ὁ φονεύων τοὺς νεκρούς, δηλ. [[τυμβωρύχος]], Γρηγ. Ναζ. IV, 112Α (Ἀνθ. Π. 8. 184).
|lstext='''νεκροφόνος''': ὁ, ὁ φονεύων τοὺς νεκρούς, δηλ. [[τυμβωρύχος]], Γρηγ. Ναζ. IV, 112Α (Ἀνθ. Π. 8. 184).
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />qui tue des morts.<br />'''Étymologie:''' [[νεκρός]], [[πεφνεῖν]].
|mltxt=[[νεκροφόνος]], ὁ (Α)<br />αυτός που κακοποιεί τους νεκρούς, [[τυμβωρύχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεκρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[σκοτώνω]]»), [[πρβλ]]. [[μητροφόνος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεκροφόνος:''' ὁ (*[[φένω]]), αυτός που φονεύει τους νεκρούς, σε Ανθ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=[[νεκροφόνος]], ὁ (Α)<br />αυτός που κακοποιεί τους νεκρούς, [[τυμβωρύχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεκρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[σκοτώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μητρο</i>-[[φόνος]].
|mdlsjtxt=νεκρο-[[φόνος]], ὁ, [*[[φένω]]<br />[[murderer]] of the [[dead]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 8 January 2023

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue des morts.
Étymologie: νεκρός, πεφνεῖν.

Russian (Dvoretsky)

νεκροφόνος: (вторично) убивающий мертвецов (sc. τυμβωρύχος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νεκροφόνος: ὁ, ὁ φονεύων τοὺς νεκρούς, δηλ. τυμβωρύχος, Γρηγ. Ναζ. IV, 112Α (Ἀνθ. Π. 8. 184).

Greek Monolingual

νεκροφόνος, ὁ (Α)
αυτός που κακοποιεί τους νεκρούς, τυμβωρύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -φόνος (< φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητροφόνος.

Greek Monotonic

νεκροφόνος: ὁ (*φένω), αυτός που φονεύει τους νεκρούς, σε Ανθ.

Middle Liddell

νεκρο-φόνος, ὁ, [*φένω
murderer of the dead, Anth.