Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νέμηση: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(26)
 
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[νέμησις]], -έως, ιων. γεν. -ιος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(κληρον. δίκ.) η από τον ανιόντα [[διανομή]] της περιουσίας του [[μεταξύ]] τών κατιόντων του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διανομή]], [[μοίρασμα]] («διαφορᾱς τινος αὐτοῑς γενησομένης ἐν τῇ νεμήσει τοῡ χωρίου», Ισαί.)<br /><b>2.</b> η [[περιοχή]], το [[έδαφος]]<br /><b>3.</b> [[διάδοση]], [[εξάπλωση]], [[επέκταση]] («ἐς τὴν ἐπίσχεσιν τῆς νεμήσιος», Αρετ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δισύλλαβο θ. <i>νεμη</i>- του [[νέμω]] (<b>πρβλ.</b> [[νέμημα]], [[νεμητής]])<br />για τη σημ. του τ. <b>βλ.</b> και λ. [[νέμω]].
|mltxt=η (Α [[νέμησις]], -έως, ιων. γεν. -ιος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(κληρον. δίκ.) η από τον ανιόντα [[διανομή]] της περιουσίας του [[μεταξύ]] τών κατιόντων του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διανομή]], [[μοίρασμα]] («διαφορᾱς τινος αὐτοῖς γενησομένης ἐν τῇ νεμήσει τοῦ χωρίου», Ισαί.)<br /><b>2.</b> η [[περιοχή]], το [[έδαφος]]<br /><b>3.</b> [[διάδοση]], [[εξάπλωση]], [[επέκταση]] («ἐς τὴν ἐπίσχεσιν τῆς νεμήσιος», Αρετ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δισύλλαβο θ. <i>νεμη</i>- του [[νέμω]] (<b>πρβλ.</b> [[νέμημα]], [[νεμητής]])<br />για τη σημ. του τ. <b>βλ.</b> και λ. [[νέμω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 28 March 2021

Greek Monolingual

η (Α νέμησις, -έως, ιων. γεν. -ιος)
νεοελλ.
(κληρον. δίκ.) η από τον ανιόντα διανομή της περιουσίας του μεταξύ τών κατιόντων του
αρχ.
1. διανομή, μοίρασμα («διαφορᾱς τινος αὐτοῖς γενησομένης ἐν τῇ νεμήσει τοῦ χωρίου», Ισαί.)
2. η περιοχή, το έδαφος
3. διάδοση, εξάπλωση, επέκταση («ἐς τὴν ἐπίσχεσιν τῆς νεμήσιος», Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμη- του νέμω (πρβλ. νέμημα, νεμητής)
για τη σημ. του τ. βλ. και λ. νέμω.